Εδώ σύμφωνα με τή μυθολογία ήταν μιά από τίς Πύλες του Αδη. To Νεκρομαντείο Πρέβεζας βρίσκεται στό σημερινό χωριό Μεσοπόταμος κοντά στό Καναλάκι Πρέβεζας, δίπλα στόν Ποταμό Αχέροντα. Το Νεκρομαντείο της αρχαίας Εφύρας ήταν το πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικου κόσμου. Στην αρχαιότητα ο ποταμός Αχέρων σχημάτιζε στην περιοχή αυτή την Αχερουσία λίμνη, η οποία αποξηράνθηκε μεταπολεμικά.
Τα πλεονάζαντα νερά της λίμνης, ξεχύνονταν από τις δυτικές όχθες της σχημάτιζαν ξανά τον Αχέροντα που στο σημείο αυτό δεχόταν τα νερά του Κωκυτού και του Μαύρου, που ήταν παραπόταμοί του και χυνόταν στον όρμο της Αμμουδιάς, όπως και σήμερα. Σύμφωνα λοιπόν, με την περιγραφή του Ομήρου στην 10η και 11η ραψωδία της Οδύσσειας, εδώ ήταν η είσοδος στον Κάτω Κόσμο και εδώ λάτρευαν την Περσεφόνη τη χθόνια θεά. Είναι άγνωστες οι πρώτες ρίζες της λατρείας της Περσεφόνης καi του Αδη στον Αχέροντα ποταμό, όπως και η αιτία που την δημιούργησαν.
Οι ανασκαφές έδωσαν διάφορα ευρήματα της δεύτερης ή και της τρίτης χιλιετηρίδας πΧ, που αποδεικνύουν την εγκατάσταση στην περιοχή ενός ντόπιου οικισμού, της Κιχύρου, που οι κάτοικοί της λάτρευαν τη χθόνια θεά Περσεφόνη. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι τα χάσματα γης, οι σπηλιές, τα βαθιά φαράγγια (χαράδρες, Cnyons), ήταν είσοδοι που οδηγούσαν στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο των νεκρών. Οι ψυχές ήταν όμοιες με σκιές, με «είδωλα καμόντων» (φάσματα νεκρών). Ελευθερωμένες οι ψυχές από το φθαρτό γήινο περίβλημα είχαν υπεράνθρωπες ιδιότητες και μπορούσαν να δούν το μέλλον. Τους έλειπε όμως η συνείδηση γιατί δεν είχαν ούτε αίμα, το στοιχείο της ζωής, ούτε σάρκα και ήταν συχνά εκδικητικές, ιδίως οι ψυχές των νέων και των “βιαιοθανόντων”, που έφυγαν πρόωρα και βίαια από τον κόσμο τούτο και στερήθηκαν τη χαρά της ζωής.
Η επαφή των θνητών με τους νεκρούς δεν ήταν χωρίς κίνδυνο. Γι’ αυτό οι χρηστηριαζόμενοι έπρεπε να προετοιμασθούν σωματικά και ψυχικά, να υποβληθούν δε καθιερωμένη δίαιτα, σε λουτρά και προσευχές και να εξευμενίσουν τις ψυχές των νεκρών με προσφορές (χοές), μέλι , γάλα, νερό και κρασί, και εδίως με αίμα από τα θυσιαζόμενα ζώα. Πίνοντας από τις χοές οι ψυχές αποκτούσαν συνείδηση εξευμενίζονταν και μπορούσαν να αποκαλύψουν το μέλλον. Αλλά και αυτοί που είχαν έρθει σε επαφή με τους νεκρούς μολύνονταν από το μίασμα του θανάτου. Οταν πλησιάζουν τους νεκρούς σιωπούν για να μη χάσουν τη φωνή τους, και φεύγοντας υποβάλλονται σε καθαρμό, όπως η Άλκηστις στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη που χρειάζεται τριήμερο «αφαγνισμό» (καθαρμό) για να καθαρθεί από το μόλυσμα του θανάτου και να αποκτήσει συνείδηση.
Τα ερείπια του Νεκρομαντείου της Εφύρας, οπως προαναφέρθηκε, βρίσκονται 150μ. νοτιότερα από τη συμβολή των ποταμών Αχέροντα, Κωκυτού και Βουβού. Οι ανασκαφές εδώ στην κορυφή του βράχου που βρισκόταν το παλιό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη των αρχών του 18ου αιώνα, έφεραν στο φως το αρχαίο αυτό φημισμένο Νεκρομαντείο.
Για την κατασκευή του χρειάστηκε να ισοπεδωθει ο βράχος σε μεγάλη έκταση με λατόμευση. Ενας πολυγωμικός ορθογώνιος περίβολος, διαστάσεων 62,40 * 46,30μ. με είσοδο στη βόρεια πλευρά, περιβάλλει ένα τετράγωνο κτίριο , το κυρίως ιερό, με πλευρές μήκους 22 μ. Οι εσωτερικοί τοίχοι του, με ωραία πολυγωνική τοιχοδομία έχουν υπερβολικό πάχος (3,30μ.) και σώζονται σε ύψος 3,30μ. Ψηλότερα ήταν χτισμένοι με χοντρά ψημένα τούβλα και ξυλοδεσιές και με χρήση πηλού για συμδετική ύλη. Το κτίριο αυτό χωρίζεται σε δύο παράλληλους τοίχους σε μια κεντρική αίθουσα διαστάσεων 15 Χ 4,25 μ. και δύο πλάγια κλίτη, που χωρίζονται πάλι με ενδιάμεσους τοίχους σε τρία δωμάτια που επικοινωνούν μεταξύ τους και με το κεντρικό κλίτος.
Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μια ισομεγέθης υπόγεια αίθουσα λαξευμένη στο βράχο, πιθανόν στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προιστορική λατρεία. Είναι το σκοτεινό ανάκτορο της Περσεφόνης και του Αδη. 15 πώρινα τόξα φέρουν την οροφή του υπόγειου που αποτελεί και το δάπεδο της κύριας αίθουσας. Το κτίριο αυτό, όπως και οι τρείς συμεχόμενοι διάδρομοι, χρονολογούνται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (τέλος 4ου, αρχές 3ου π.Χ.).
Αργότερα, στο τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα, προστέθηκε δυτικά του αρχικού ιερού ένα συγκροτημα με μια κεντρική αυλή, γύρω από την οποία υπήρχαν δωμάτια και αποθήκες. Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε στο βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας, που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών.
Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. Ετρωγε χοιρινό κρέας, κουκιά, κριθαρένιο ψωμί, στρείδια θαλασσινά, δηλαδή τροφές που σχετίζονται με τα νεκρόδειπνα και τους νεκρούς, κι επινε γάλα, μέλι και νερό. Υποβαλλόταν σε πράξεις εξαγνισμου και μαγείας, άκουγε από τον ιερέα-οδηγό θαυμαστές διηγήσεις, προσευχές και επωδούς, ακατάληπτες δεήσεις προς τους υποχθονιους δαίμονες κι έκανε λουτρά στο παρακείμενο δωμάτιο για να καθαρθεί και να μείνει αλώβητος από την επικίνδυνη επαφή του με τα φάσματα των νεκρών.
Πριν περάσει στον ανατολικό διάδρομο, έριχνε προς τα δεξιά του σ’ ένα λιθοσωρό μια πέτρα αποτρόπαια, για να απομακρύνει την κακή επήρεια, κι έκανε μια συμβολική πράξη καθαρμού πλένοντας τα χέρια του σ’ ένα μεγάλο πιθάρι γεμάτο με νερό (λουτήριο) που βρισκόταν αριστερά της τρίτης πύλης. Υστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. Αγνωστο πόσο χρόνο παρέμεινε εκεί. Οπωσδήποτε όμως η δίαιτα θα ήταν αυστηρότερη, οι μαγικές πράξεις συχνότερες, η δοκιμασία μεγαλύτερη και η ψυχική κατάσταση περισσότερο ταραγμένη, μέσα στημ απόλυτη μόνωση και στη σιγή.
Οταν τέλος έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, έμπαινε ο προσκυνητής μαζί με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο, έχοντας μαζί του τις προοριζόμενες για τις χοές και τις θυσίες προσφορές. Στο διάδρομο θυσίαζε ένα πρόβατο μέσα σε λάκκους, που βρέθηκαν στις ανασκαφές με λείψανα ανθράκων και καμένα κόκκαλα ζώων. Υστερα περνούσε στο λαβύρινθο, ένα δαιδαλώδη διάδρομο που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησής του στους σκοτεινούς δρόμους του Αδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες σιδηρόφρακτες, όσες και οι πύλες του Αδη, με μεγάλα σιδερένια καρφιά, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Από τις πύλες αυτές σώζονται καλά η μεσαία και η τρίτη πύλη που οδηγεί στην κεντρική αίθουσα.
Εκεί, στο λαβύρινθο, φαίνεται ότι προσέφερε το κριθάλευρο, γιατί στο δάπεδο βρέθηκαν πλήθος από ευρύστομα αγγεία, κυρίως λεκάνες κατάλλληλες για τις στερεές προσφορές, και μερικά λυχνάρια. Τέλος περνώντας την τελευταία πύλη, ασφαλισμένη με μια σύγχρονη σιδερένια πόρτα που απομιμείται τις αρχαίες πύλες, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα αποτρόπαιο λιθάρι, κι έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνη, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του. Σ’ όλη τούτη τη διαδρομή ο οδηγός ιερέας δεν έπαυε να επικαλείται, σύμφωνα με τον Λουκιανό, τις ψυχές των νεκρών, “τη νυχτερινή Εκάτη και τη φοβερή Περσεφόνη”, ανακατώνοντας μερικά βαρβαρικά και χωρίς σημασία ονόματα και λέξεις πολυσύλλαβες. Στην αίθουσα βρισκόταν το τέλος της πορείας, εκεί όπου θα εμφανίζονταν τα είδωλα των νεκρών για να επικοινωνήσουν με τους χρηστηριαζόμενους.
Του Χαράλαμπου Γκούβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου