Πρωτού αρχίσω την ανάλυση του συμβολισμού του θεού Διονύσου, να πω ότι οι απόψεις μου προέρχονται κυρίως από την Ορφικοπυθαγόρια Παράδοση και άρα η ερμηνεία του θεού γίνεται κάτω από το πρίσμα των Ορφικοπυθαγόριων αλλά και των Πλατωνικών/Νεοπλατωνικών.
Ο Διόνυσος είναι υιός του θεού Διός και της Νύμφης Σεμέλης, θυγατέρα του Κάδμου, ο οποίος έκτισε τις εφτά πύλες της Θήβας. Ο Ζευς συμβολίζει το πρωταρχικό Κοσμικό Πυρ, το οποίο ενώνει, ζευγνύει και συγκροτεί τα πάντα, δίνοντας μορφή στον Κόσμο. Η Σεμέλη (που ήδη κυοφορεί το θεό Διόνυσο) συμβολίζει το ψυχικό ανθρώπινο πλάσμα, ερωτεύεται το Ζευ και του ζητάει να εμφανισθεί εμπρός της όπως εμφανίζεται ενώπιων της συζύγου του Ήρας. Και έτσι γίνεται. Αλλά η Σεμέλη δε δύναται να αντέξει τη λάμψη του Κοσμικού Πυρός και κατακαίγεται από αυτό. Ο θεός Ζευς σώζει το Διόνυσος ως έμβρυο και τον τοποθετεί στο μηρό του. Πλέον ο Διόνυσος φέρει μέσα του το θεϊκό στοιχείο του Ζηνός.
Η λέξη «Διόνυσος» αποτελεί και αναγραμματισμό του «Διός Νους». Αυτός ο Νους είναι το μέσον το οποίο θα βοηθήσει στην πραγμάτωση της θέωσης, δηλαδή το να φτάσει ο άνθρωπος (η ψυχή του ανθρώπου) στο ίδιο επίπεδο συνειδητότητας με τους θεούς, το να γίνει δηλαδή και ο ίδιος ο άνθρωπος (ο φορέας της ψυχής) θεός. Η δε ανθρώπινη υπόσταση από την πλευρά της μητέρας του, μας δείχνει ότι το γήινο σώμα είναι αρρήκτως δεμένο και έχει στενή επαφή με το θεϊκό στοιχείο. Είναι ο φύλακας της ψυχής (όπως για παράδειγμα η μητέρα είναι ο φύλακας του εμβρύου όταν το κυοφορεί) που θα βοηθήσει την ψυχή να θεωθεί όταν έλθει η ώρα της (όσο πιο υγιές και εύρωστο είναι ένα σώμα τόσο πιο εύκολο είναι να φτάσει στη θέωση ο άνθρωπος διότι τόσο πιο εύκολο είναι να λειτουργήσει ο Λόγος. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε συνεχή κάματο ή πόνο, δεν μπορεί να σκεφτεί πώς να εξελίξει το νου του παρά πως να βρει τρόπους να απαλλαγεί από το άλγος. Χρειάζεται δηλαδή την Επικούρια ηδονή, να μην πονούμε και να μη μας ταράζει τίποτα, το «μακαρίως ζην» [Επίκουρος -; Επιστολή προς Μενοικέα]). Γι' αυτό και ο Διόνυσος επονομάζεται και Ζαγρεύς, δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη θέωση, καθιστάμενος Λυτήριος ή Λυσεύς (αλλά και Ελευθερεύς).
Ο παραπάνω βεβαίως είναι και ο λόγος που ο Διόνυσος δε βρίσκεται στο κλασσικό Ολύμπιο Δωδεκάθεο, δεν είναι ολύμπιος θεός διότι η «φύση» του είναι διττή, θεϊκή και ανθρώπινη, ενώ οι ολύμπιοι θεοί έχουνε μόνο θεϊκή φύση. Βεβαίως όταν λέω εδώ ότι έχει διττή φύση δεν εγκολπώνομαι δυϊστικές απόψεις καθώς και οι θεοί και οι άνθρωποι είναι ίδιας ουσίας αλλά διαφορετικού επιπέδου. Ο Διόνυσος είναι χθόνιος θεός που ρυθμίζει και καθοδηγεί τη φυσική εξέλιξη της ψυχής έως ότου αυτή τελειωθεί και εισέλθει στον Όλυμπο (το ανώτατο συνειδησιακό επίπεδο).
Ο θεός Διόνυσος μοιραζότανε και το Δελφικό έτος με το θεό Απόλλων. Ο Πλούταρχος στο «Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς» (388 e) αναφέρει διαρρήδην ότι τα δελφικά πράγματα αφορούνε όχι μόνο το θεό Απόλλωνα αλλά και το θεό Διόνυσο. Εννέα μήνες του έτους οι Δελφοί ήτανε αφιερωμένοι στον Απόλλωνα, τους υπόλοιπους τρεις (το Χειμώνα, ήτοι όταν ο Απόλλων έφευγε στην Υπερβορέα) ο Διόνυσος ήτανε ο αποκλειστικός κύριος του Μαντείου.
Ο Χειμώνας συμβολίζει την παραμονή της ψυχής στη γη (όταν δηλαδή γίνονται οι διεργασίες για τη θέωση), η Άνοιξη και το Φως την επίδραση του θεού Απόλλωνος πάνω στην ψυχή. Επίσης ο Χειμώνας, λόγω του ότι είναι μια δύσκολη εποχή, συμβολίζει και τις αντιξοότητες του βίου. Όπως ο βίος του ανθρώπου δυσκολεύει κατά τη διάρκεια του Χειμώνα έτσι και ο Διόνυσος δρα καθώς η ψυχή περνάει «αντιξοότητες» (διαδοχικές ενσαρκώσεις) μέχρι να φτάσει στην τελείωση.
Οι παραπάνω είναι και οι λόγοι που ο κισσός είναι το ιερό φυτό του θεού Διόνυσου. Ανθίζει το Φθινόπωρο και δε χρειάζεται το ηλιακό φως για να ωριμάσει. Η ωρίμανση γίνεται το Χειμώνα και στη σκιά, όπως και ο άνθρωπος εξελίσσεται και τελειοποιήται στη σκιά, δηλαδή στον ετερόφωτο χοϊκό χώρο (τη γη) [Παν. Μαρίνης, Η ελληνική θρησκεία, σελ. 649] (ο Όλυμπος είναι ο αυτόφωτος χώρος).
Ο κισσός χρειάζεται και υγρασία για να αναπτυχθεί και εδώ βλέπουμε και έναν συμβολισμό που είναι διάχυτος στην ελληνική Γραμματεία, τη Συνεχή Ουσία ή Ύδωρ. Ο Πορφύριος αναφέρει [Περί του άντρου των Νυμφών, 5] ότι το ρέον ύδωρ, η υγρασία των σπηλαίων, συμβολίζει την αμορφοποίητη ύλη, λόγω της ρευστότητάς του. Ο Πλούταρχος [Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 365Α) αναφέρει ότι οι Έλληνες δε θεωρούνε τον Διόνυσο μόνο κύριο του οίνου «αλλά και πάσης υγράς φύσεως». Έτσι και η ψυχή, στην αρχή είναι ακόμα «υγρή», «ρευστή», αμορφοποίητη και όταν αρχίζει και ενεργεί ο θεός Διόνυσος η ψυχή αρχίζει και εξελίσσεται.
Ο μύθος λέει ακόμα ότι όταν ο Διόνυσος ήταν μικρό παιδί τον διαμέλισαν και κατασπάραξαν οι Τιτάνες ενώ έπαιζε με τα παιγνίδια του (για την ακρίβεια ενώ κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέπτη), έναν καθρέπτη, ζάρια, χρυσά μήλα, κουκουνάρι και ένα κουβάρι μαλλί. Το μόνο που παραμένει άθικτο είναι η καρδιά του την οποία την παίρνει η θεά Αθηνά (η θεά της Σοφίας, η θεά που θα αναλάβει την ψυχή αφού αυτή τελειωθεί και έχει αποκτήσει σοφία, δηλαδή πλατειά εμπειρία και βαθειά γνώση των πραγμάτων) και την τοποθετεί μέσα σε ένα αργυρό κουτί.
Η καρδιά εδώ συμβολίζει την ίδια την ψυχή, που απομένει αφού εξέλθει εκ του σώματος. Αργότερα στο μύθο με τη βοήθεια του θεού Διός ο θεός Διόνυσος επαναποκτάει τα ακρωτηριασμένα μέλη του και ανασταίνεται, δηλαδή η Ψυχή «ανασταίνεται» με το να εισέλθει σε άλλο σώμα για να συνεχίσει τον κύκλο των διαδοχικών μετενσαρκώσεων έως ότου τελειωθεί. Το δε αργυρό κυτίο συμβολίζει την προστασία και την καθοδήγηση της θεάς Αθηνάς αφού η ψυχή τελειωθεί.
Οι Τιτάνες συμβολίζουνε τα ανθρώπινα ορμέμφυτα, τις έμφυτες δηλαδή ορμές που δεν αφήνουνε την ψυχή να τελειωθεί με γοργούς ρυθμούς. Κατά τη διάρκεια όμως της ανθρώπινης εξέλιξης και μέσα από αυτά τα ορμέμφυτα γεννιέται το ορμέμφυτο της Διανοιας (θεός Δίας) που θα υποτάξει τα υπόλοιπα. Από το Δία προέρχεται και ο θεός Διόνυσος, που οι Τιτάνες δεν μπορούνε να τον καταστρέψουνε πλήρως, τα ζωώδη ένστικτα δηλαδή δεν μπορούνε να νικήσουνε το Νου, το Λόγο (δηλαδή το θεό Δία και κατ' επέκταση δεν μπορούνε να καταστρέψουνε ούτε το Διόνυσο, την ψυχή). Πλέον με τη βοήθεια του Τιτάνα Δίος και του θεού Διονύσου ο άνθρωπος έχει εξελιχθεί από άνθρωπο-ζώο σε άνθρωπο-θεό.
Ο Πλωτίνος στις Εννεάδες (Εννεάδες, 4, 12) εξηγεί και το συμβολισμό του καθρέπτη στον οποίο κοιτούσε ο Διόνυσος πρωτού διαμελιστεί. Λέει ότι οι ψυχές των ανθρώπων βλέποντας τα είδωλά τους στον καθρέπτη του Διονύσου κατέβηκαν κάτω στη γη χωρίς όμως να αποκοπούνε από το Όντως Ον. Ο καθρέπτης εδώ συμβολίζει δύο πράγματα α) τη σύνδεση της ψυχής με τους θεούς και β) τη στιγμή που η ψυχή εμφανίζεται στον άνθρωπο.
Με το α) εννοείται ότι όπως το είδωλο φαίνεται στον καθρέπτη χωρίς όμως να είναι αποκομένο (δύο όψεις του ίδιου προσώπου), έτσι και η ψυχή υπάρχει στον άνθρωπο χωρίς να έχει αποσυνδεθεί από την πρωταρχική πηγή, και όχι μόνο αυτό, αλλά η ψυχή έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά και ουσία με το θεούς παρ' όλο που έχει ενσαρκωθεί σε ανθρώπινο σώμα. Η μόνη διαφορά της είναι ότι βρίσκεται σε χαμηλότερο (συνειδησιακό) επίπεδο από αυτό των θεών.
Το β) είναι πιο εύκολο να κατανοηθεί, όπως το είδωλο ενός ανθρώπου εμφανίζεται στον καθρέπτη όταν αυτός κοιτάζει στον καθρέπτη, έτσι και η ψυχή ";εμφανίζεται"; (ενσαρκώνεται) στον άνθρωπο, και συγκεκριμένως στο έμβρυο όταν αρχίζει να χτυπάει η καρδιά του.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα ερμηνεία μας δίνει ο Δαμάσκιος λέγοντας «όταν ο θεός Διόνυσος προέβαλε την αντανάκλαση του εαυτού του στον καθρέπτη, την ακολούθησε κι έτσι διεσκορπίσθη παντού στο Σύμπαν. Ο θεός Απόλλων τον περιεμάζεψε και τον επανέφερε πίσω στον ουρανό, διότι αυτός είναι ο εξαγνιστή θεός και σωτήρας του Διονύσου και γι' αυτόν τον λόγο εορτάζεται ως ο «Διόνυσος Χορηγός» (Διονυσοδότης). Κι όπως η Κόρη, έτσι και η Ψυχή κατεβαίνει για να ενσαρκωθεί και, όπως ακριβώς ο Προμηθεύς και οι Τιτάνες, προσδένεται κι αυτή στο ανθρώπινο σώμα, απελευθερώνεται δε μόνο αφού αποκτήσει τη δύναμη του Ηρακλέους και περιμαζεύσει τον εαυτό της με τη βοήθεια του θεού Απόλλωνος και της θεάς Αθηνάς... δηλαδή μέσω των πραγματικώς εξαγνιστικών φιλοσοφιών» [Δελφοί, η φωνή από το ιερό κέντρο, εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, Μάιος 2001, σελ. 16] .
Συντροφιά του θεού Διόνυσου είναι οι Σάτυροι και οι Μαινάδες, οι οποίοι είναι εξελιγμένες ψυχές που βοηθούνε τον Διόνυσο στο έργο του αλλά και υποβοηθούνται από αυτόν στην πορεία της πνευματικής τους ανέλιξης και αθανατοποίησης.
Οι Σάτυροι, αν ερμηνευτούνε σε θεϊκό επίπεδο (γιατί άλλος είναι ο συμβολισμός σε ανθρώπινο και άλλος σε θεϊκό επίπεδο) συμβολίζουνε τη μετάβαση της ψυχής από άνθρωπο σε θεό. Ο Παναγιώτης Μαρίνης [Η ελληνική θρησκεία, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 2005, σελίδα 644] αναφέρει σχετικώς με τους Σάτυρους «Οι Σάτυροι παρουσιάζονται κατά τρόπον εναργώς περιγράφοντα το τελούμενον έργον της αθανατοποιήσεως. Ας προσέξουμε ότι, πάντοτε, εις τη μυθολογικήν εικονογραφία πρέπει να θεωρούμε ότι εικονίζεται ένα επίπεδο κατώτερο από αυτό το οποίον εννοεί. Ένα ον, το οποίον είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ ζώον, ως οι Κένταυροι και οι Σάτυροι, είναι, εις την πραγματικότητα, εξ ημισείας άνθρωπος και θεός. Εις τους Σάτυρους, από την ανθρώπινη φύσι (η οποία εικονίζεται ως ζώον) ανελίσσεται η θεία (η οποία εικονίζεται ως άνθρωπος). Το ζωώδες τμήμα εικονίζει πάντοτε ζώον ταχύπουν (σάτυροι με σώμα αιγός ή ιπποσάτυροι) δια να γίνει αντιληπτόν ότι η υπό τελείωσιν ψυχή δύναται να κινείται ταχύτατα και σχετικώς ελεύθερα εκτός του σώματος και ακόμα έχουνε μεγάλα ώτα, «ζωώδη», διότι τα ζώα έχουνε οξύτατη ακοή, δια να καταδειχτεί ότι ο άνθρωπος, γενόμενος θείον ον, αποκτά ιδιότητες υπερ-αισθητικής προσλήψεως παραστάσεων, «έκτη αίσθηση». Έχουν, επίσης, και δύο κέρατα, δια να δείξουν ότι θα συνεχίσουν την πορεία των εισχορώντως εις ανώτερα, ακόμη, πεδία. Είναι δε ιθυφαλλικοί, διότι, ως έχομεν εξηγήσει, όλη αυτή η μεταμόρφωσις είναι λειτουργία γεννητική, η οποία καθίσταται δυνατή δια της μεταλλαγής και χρήσεως, προς συνένωσιν των ψυχικών κέντρων, της ενεργείας του γεννητικού ψυχικού κέντρου. Οι Σάτυροι, επομένως, είναι η εικόνα των τέλειων μυστών, οι οποίοι φθάνουν να γίνουν θεία όντα, τρέχουν δια να δείξουν ότι ο μύστης τελειούται μέσα από την κίνησι, τη δράση, τα έργα (αποκλείεται η ακινησία, η «θεωρία», το «ερημητήριον») και επιπροσθέτως ότι η ώριμη ψυχή αποκτά την ιδιότητα της ταχείας αυτονόμου κινήσεως εκτός του σώματος. Πεδίον δε της δράσεως των είναι οι υψηλότερες κορυφές των ορέων, οι οποίες συμβολίζουν πάντοτε τις ανώτερες πνευματικες σφαίρες του ανθρώπου, είναι, δηλαδή, τέλειοι φιλόσοφοι».
Και συνεχίζει ο Παναγιώτης Μαρίνης, λέγοντας για τις Μαινάδες ότι «υπάρχουνε βεβαίως και οι Μαινάδες, οι οποίες γαλουχούν άρρενα πάντοτε βρέφη, ζώων ή ανθρώπων, ενίοτε όμως τα ξεσχίζουν («ωμοφαγία»). Οι Μαινάδες είναι η τροφική φύσις του θεού αλλά και οι θείες εκείνες οντότητες που υποβοηθούν το έργον Του -; οι «τελεστικοί» θεοί των Χαλδαϊκών Λογίων. Άρρεν βρέφος δε, ο ψυχικός οργανισμός, τον οποίον ο θεός διατρέφει, αλλά και ενίοτε απορρίπτει, όταν υπάρχει εξελικτική παλινδρόμησις, αλλά και ξεσχίζει και καταβροχθίζει το σώμα, δια να αναδειχθεί η τελειωθείσα ψυχική μονάδα («βρεφοκτόνος»)».