Ο Κέκροπας ήταν πανάρχαια μορφή της Αττικής, αυτόχθονας, γεννημένος από την ίδια τη Γη, και διφυής ως προς τη μορφή, δηλαδή, από τη μέση και πάνω ήταν άνθρωπος και από τη μέση και κάτω φίδι. Παντρεύτηκε την Άγραυλο και γέννησε μαζί της τον Ερυσίχθονα -που πέθανε νωρίς- την Άγραυλο (αυτή που μένει στους αγρούς), την Έρση (δροσιά) και την Πάνδροσο.
Καθώς έγινε βασιλιάς, ο τόπος που μέχρι τότε ονομαζόταν Ακτική ή Ακτή, από το όνομα του Ακταίου, μετονομάστηκε σε Κεκροπία. Ο Κέκροπας κατοίκησε πάνω στο βράχο, αφού πρώτα έκτισε τα τείχη. Όταν έφτασαν από τη θάλασσα οι Κάρες και από τη στεριά οι Βοιωτοί, ο Κέκροπας, για να τους αντιμετωπίσει, σκέφτηκε να μαζέψει τους κατοίκους που ως τότε ζούσαν σκόρπιοι και να τους βάλει να μείνουν σε χωριά που μετά τα οργάνωσε σε ενιαία πόλη. Με τους κατοίκους ενωμένους αντιμετώπισε τους εισβολείς.
Λένε πως τότε έκανε και την πρώτη καταμέτρηση του πληθυσμού· κάθε κάτοικος έπρεπε να φέρει μαζί του μια πέτρα και να τη ρίξει σε ένα ορισμένο μέρος. Έτσι μπόρεσε και τους μέτρησε και από το γεγονός αυτό ονομάστηκαν λαός (από τη λέξη λας = λίθος). Ο Κέκροπας παραβρέθηκε και στη διεκδίκηση της Αθήνας από την Αθηνά και τον Ποσειδώνα είτε ως μάρτυρας είτε ως δικαστής.
Εριχθόνιος
Ο Εριχθόνιος ήταν κι αυτός αυτόχθονας και διφυής, όπως και ο Κέκροπας. Μητέρα του ήταν η Γη και πατέρας του ο Ήφαιστος και γεννήθηκε με έναν περίεργο τρόπο. Λένε, λοιπόν, πως τον καιρό που ο Ήφαιστος ήταν μόνος, γιατί τον είχε εγκαταλείψει η Αφροδίτη, μπήκε η Αθηνά στο εργαστήριό του, για να του ζητήσει να της φτιάξει νέα όπλα. Ο Ήφαιστος μόλις είδε την Αθηνά, ένιωσε δυνατή ερωτική επιθυμία και θέλησε να ενωθεί μαζί της. Η θεά, που αισθανόταν αποστροφή για την ερωτική πράξη, τον απέκρουσε κι έφυγε, ενώ εκείνος την ακολουθούσε με δυσκολία. Κάποια στιγμή την πρόφτασε. Η Αθηνά τον κτύπησε με το δόρυ της, αλλά το σπέρμα του Ήφαιστου έπεσε στο
πόδι της. Τότε η θεά πήρε μια τούφα μαλλί, σκούπισε το πόδι της και το πέταξε στη Γη.
Η Γη γονιμοποιήθηκε και γέννησε ένα αγόρι που το ονόμασαν Εριχθόνιο (από το έριο = μαλλί και χθων = γη). Μόλις γεννήθηκε το παιδί, το πήρε η Αθηνά να το μεγαλώσει, κρυφά όμως από τους άλλους θεούς. Του έσταξε στα μάτια δύο σταγόνες από το αίμα της Γοργώς. Η μια σταγόνα ήταν για να φέρνει το θάνατο στους εχθρούς του και η άλλη για να τον προφυλάει από τις αρρώστιες.
Συγχρόνως του έδωσε και δυο φίδια να τον προστατεύουν. Πήρε τα δυο φίδια και μαζί με το μωρό τα έκλεισε σε ένα κιβώτιο, που αφού το σφράγισε καλά, το έδωσε στις κόρες του Κέκροπα (;) να το φυλάνε. Αυτές όμως, η Έρση και η Πάνδροσος, άνοιξαν το κιβώτιο. Μόλις αντίκρισαν το μωρό με τα φίδια τις κυρίεψε ένα είδος τρέλας που τις έκανε να πάνε να πέσουν από τα τείχη της Ακρόπολης. Μαθαίνοντας η Αθηνά τι έκαναν οι κόρες του Κέκροπα, πήρε το μωρό και το έκλεισε στο ναό, που αργότερα ονομάστηκε Ερεχθείο, όπου το ανάθρεψε με δική της φροντίδα.
Όταν μεγάλωσε ο Εριχθόνιος, έδιωξε τον Αμφικτύωνα από το θρόνο κι έγινε αυτός βασιλιάς. Στα χρόνια του ήρθε από την Αίγυπτο στην Ελλάδα ο Δαναός με τις 50 κόρες του πάνω σ' ένα καράβι με 50 κουπιά, την πεντηκόντορο, που την έφτιαξαν τότε για πρώτη φορά.
Στην Αθήνα άρχισαν οι κάτοικοι να χωρίζονται σε φυλές, ανάλογα με την καταγωγή της οικογένειάς του και τους προπάτορές τους. Έτσι σχηματίστηκαν οι τέσσερις φυλές: η Διάς, η Αθηναΐς, η Ποσειδωνιάς και η Ηφαιστιάς. Την ίδια περίοδο άρχισαν να γιορτάζονται και τα Παναθήναια και σύμφωνα με την παράδοση ο Εριχθόνιος ήταν ο πρώτος που έστησε ένα ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς πάνω στην Ακρόπολη. Παντρεύτηκε την νύμφη των ποταμών Πραξιθέα και από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Πανδίονας.
Το κείμενο και οι εικόνες είναι παρμένα από τον 3ο τόμο της Ελληνικής Μυθολογίας του Ι. Θ. Κακριδή, εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών.