Ενώ βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με την Κωνσταντινούπολη για την Ένωση των 2 εκκλησιών, ο Ιννοκέντιος Γ' με εξαιρετική δραστηριότητα οργάνωσε γενική Σταυροφορία στην οποία οι Χριστιανοί της Ανατολής και της Δύσης θα ενώνονταν για την εκπλήρωση του κοινού σκοπού, δηλαδή την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τα χέρια των απίστων. Μηνύματα του Πάπα στάλθηκαν σε όλους τους Χριστιανούς βασιλείς, οι αντιπρόσωποι του Πάπα ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη και υπόσχονταν σε όσους θα συμμετείχαν στη Σταυροφορία άφεση των αμαρτιών τους και πολλά άλλα πρακτικά πλεονεκτήματα, ενώ συγχρόνως κήρυκες ενθάρρυναν τα πλήθη. Σ’ ένα του γράμμα ο Ιννοκέντιος Γ' περιγράφει τη θλιβερή κατάσταση των Αγίων Τόπων, εκδηλώνοντας τον θυμό του κατά των βασιλέων και των πριγκίπων της εποχής του που αφιέρωναν τον καιρό τους σε διασκεδάσεις και ικανοποιήσεις και παρουσιάζει τους Μουσουλμάνους (που τους αποκαλεί ειδωλολάτρες) να ειρωνεύονται τους Χριστιανούς και να τους λένε:
«Πού βρίσκεται ο Θεός σας που δεν μπορεί να ελευθερώσει από τα χέρια μας ούτε τον εαυτό σας ούτε εσάς; Έχουμε μολύνει τα ιερά σας, απλώσαμε τα χέρια μας στα αντικείμενα της λατρείας σας και επιτεθήκαμε με βία κατά των Αγίων Τόπων. Παρά τη θέλησή σας κρατάμε στα χέρια μας το λίκνο της δεισιδαιμονίας των πατέρων σας. Καταστρέψαμε τα όπλα των Γάλλων, τις προσπάθειες των Άγγλων, το σθένος των Γερμανών και τον ηρωισμό των Ισπανών. Τι πέτυχε όλη αυτή η ανδρεία που στράφηκε εναντίον μας; Που είναι ο Θεός σας; Ας σηκωθεί και ας σας βοηθήσει! Ας σας δείξει ότι σας προστατεύει και ότι προστατεύει τον Εαυτό Του!... Δεν έχουμε τίποτα άλλο να κάνουμε εκτός, αφού εξοντώσουμε τους υπερασπιστές που αφήσατε για την προστασία της χώρας, να επιπέσουμε στην ίδια σας τη χώρα για να εκριζώσουμε το όνομά σας και την ανάμνησή σας».
«Τι θα απαντήσουμε στις επιθέσεις αυτές;», ρωτάει ο Πάπας, «πώς θα ανασκευάσουμε τις προσβολές τους; Στην πραγματικότητα, αυτά που λένε είναι εν μέρει σωστά... Ενώ οι άπιστοι εκδηλώνουν το θυμό τους παραμένοντας ατιμώρητοι σε όλη τη χώρα, οι Χριστιανοί δεν τολμούν να βγουν έξω από τις πόλεις τους. Δεν μπορούν καν να μείνουν μέσα σ’ αυτές χωρίς να ανατριχιάζουν. Το ξίφος (των απίστων) περιμένει απ’ έξω, ενώ μέσα επικρατεί ο φόβος».
Κανείς από τους κύριους βασιλείς της Δυτικής Ευρώπης δεν απάντησε στην έκκληση του Ιννοκέντιου Γ'. Ο Φίλιππος Β' Αύγουστος της Γαλλίας είχε αφοριστεί από την Εκκλησία λόγω του διαζυγίου του, ο Ιωάννης ο Ακτήμων της Αγγλίας (1199-1215), αδελφός του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, που μόλις είχε ανέβει στο θρόνο, έπρεπε πρώτα από όλα να ενισχύσει τη θέση του και συνεπώς ήταν απασχολημένος με τους αγώνες του κατά των βαρόνων και, τελικά, στη Γερμανία είχε ξεσπάσει ένας αγώνας για το θρόνο, μεταξύ του Όθωνα Brunswick και του Φίλιππου Σουηβού. Επομένως, κανείς από αυτούς τους βασιλείς δεν μπορούσε να αφήσει τη χώρα του. Μόνον ο βασιλιάς της Ουγγαρίας έλαβε μέρος στη Σταυροφορία, αν και οι πιο εκλεκτοί από τους ιππότες της Δύσης (κυρίως της Βόρειας Γαλλίας) ακολούθησαν και αυτοί τους Σταυροφόρους. Ο κόμης Thibault, ο Βαλδουίνος (κόμης της Φλάνδρας), ο Λουδοβίκος και πολλοί άλλοι (όπως ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, Γάλλος ευγενής από την Καμπανία), δέχθηκαν να συμμετάσχουν στη Σταυροφορία, η οποία διεξήχθη από ένα στρατό που αποτελείτο από Γάλλους, Φλαμανδούς, Άγγλους, Γερμανούς και Σικελούς.
Τον πιο σπουδαίο όμως ρόλο στη Σταυροφορία έπαιξε ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος, ο οποίος αποτελεί τον χαρακτηριστικό τύπο, στη σκέψη και τον χαρακτήρα, του Ενετού. Αν και όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν ήδη 80 ετών (αν όχι παραπάνω), έμοιαζε με έναν νέο άνθρωπο χάρη στη δυναμική δραστηριότητα, τον πατριωτισμό του και την πλήρη κατανόηση των πιο σπουδαίων επιδιώξεων της Βενετίας, και κυρίως των οικονομικών της σκοπών. Για ό,τι αφορούσε το μεγαλείο, το καλό και την ευημερία της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, ο Δάνδολος δεν γνώριζε δισταγμούς. Κατέχοντας την τέχνη της συνεργασίας με τους άλλους, καθώς και μια εξαιρετική δύναμη θέλησης και εκμετάλλευσης των περιστάσεων, ο δόγης της Βενετίας ήταν ένας αξιόλογος πολιτικός, ένας μεγαλοφυής διπλωμάτης και συγχρόνως ένας πολύπειρος οικονομολόγος.
Όταν άρχισε η Δ' Σταυροφορία, οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας δεν ήταν πολύ φιλικές. Ένας θρύλος αναφέρει ότι πριν 30 χρόνια, ο Δάνδολος, όταν έμενε ως φιλοξενούμενος στην Κωνσταντινούπολη, είχε τυφλωθεί ύπουλα από τους Έλληνες με έναν κοίλο καθρέπτη που αντανακλούσε δυνατά τις ακτίνες του ηλίου και ότι το γεγονός αυτό ήταν η αιτία του μίσους που είχε ο δόγης για το Βυζάντιο. Φυσικά, η αμοιβαία δυσπιστία και ο ανταγωνισμός του Βυζαντίου και της Βενετίας είχαν βαθύτερα αίτια. Ο Δάνδολος αντιλήφθηκε πολύ καλά τι πηγή πλούτου ήταν η Ανατολή γενικά (χριστιανική και μουσουλμανική) για την οικονομική ανάπτυξη της Δημοκρατίας και έστρεψε την προσοχή του πρώτα απ’ όλα στον πλησιέστερο αντίπαλό του, το Βυζάντιο, ζητώντας την πλήρη αποκατάσταση όλων των εμπορικών προνομίων που είχε αποκτήσει η Βενετία στο Βυζάντιο και που είχαν κάπως παραμεληθεί την εποχή των τελευταίων Κομνηνών. Ο Δάνδολος δεν μπορούσε καθόλου να δεχθεί, ύστερα από πολλών ετών εμπορικό μονοπώλιο της Βενετίας στην Ανατολική αυτοκρατορία, την παραχώρηση εμπορικών προνομίων σε άλλες ιταλικές πόλεις, την Πίζα και τη Γένοβα, με συνέπεια μια σοβαρή ελάττωση της ανάπτυξης του εμπορίου της Βενετίας και γι’ αυτό, σιγά-σιγά, συνέλαβε το σχέδιο να κατακτήσει το Βυζάντιο για να εξασφαλίσει οριστικά για τη Βενετία την ανατολική αγορά. Όπως και ο Ιννοκέντιος Γ', έτσι και ο Δάνδολος απειλούσε τον Αλέξιο Γ' ότι θα υποστηρίξει τα δικαιώματα της οικογένειας του έκπτωτου Ισαάκιου Αγγέλου επί του θρόνου του Βυζαντίου.
Έτσι, στη διάρκεια της προετοιμασίας της Δ' Σταυροφορίας, δύο άνθρωποι έπαιξαν τον πιο σπουδαίο ρόλο: ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ', ως αντιπρόσωπος του πνευματικού παράγοντα, που ήθελε με ειλικρίνεια την απόσπαση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους και την ενότητα και ο Δόγης Ερρίκος Δάνδολος, ως εκπρόσωπος του «κοσμικού» παράγοντα, που έδινε πρώτη θέση στους υλιστικούς εμπορικούς σκοπούς του. Δύο ακόμα άνθρωποι άσκησαν σοβαρή επιρροή στην εξέλιξη της Σταυροφορίας: ο πρίγκιπας του Βυζαντίου Αλέξιος, γιος του έκπτωτου Ισαάκιου Αγγέλου, που είχε διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη στη Δύση και ο Φίλιππος ο Σουαβός, της Γερμανίας, που είχε παντρευτεί την αδελφή του πρίγκιπα Αλέξιου.
Ο κόμης Thibault εκλέχτηκε αρχηγός του στρατού των Σταυροφόρων και καθώς ήταν αγαπητός και σεβαστός σε όλους, έγινε μια δύναμη που ενέπνεε όλη την κίνηση. Δυστυχώς όμως ο Thibault πέθανε ξαφνικά πριν αρχίσει η Σταυροφορία. Οι Σταυροφόροι χάνοντας τον αρχηγό τους, διάλεξαν για νέο τους ηγέτη τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και έτσι η ηγεσία της Σταυροφορίας περιήλθε σ’ έναν Ιταλό πρίγκιπα. Την εποχή αυτή, η Παλαιστίνη ανήκε στην αιγυπτιακή δυναστεία των Εγιουβίδων, της οποίας τα μέλη, στα τέλη του 12ου αιώνα, μετά το θάνατο του Σαλαδίνου (Μάρτιος 1193) άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους προκαλώντας ταραχές. Τα γεγονότα αυτά φαινόταν ότι διευκόλυναν τους σκοπούς των Σταυροφόρων. Στις αρχές της Δ' Σταυροφορίας απέμεναν στα χέρια των Χριστιανών (στη Συρία και την Παλαιστίνη) δύο αξιόλογα βιομηχανικά κέντρα, η Αντιόχεια και η Τρίπολη, καθώς και ένα παραλιακό οχυρό, η Άκκρα.
Οι Σταυροφόροι έπρεπε να συγκεντρωθούν στη Βενετία, που, αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, ανέλαβε να τους μεταφέρει με τα πλοία της στην Ανατολή. Ο πιο κοντινός προορισμός των Σταυροφόρων ήταν η Αίγυπτος, κάτω από την εξουσία της οποίας βρισκόταν την εποχή αυτή η Παλαιστίνη. Καταλαμβάνοντας πρώτα την Αίγυπτο, οι Σταυροφόροι θα μπορούσαν εύκολα να απαιτήσουν στη συνέχεια την απόδοση της Παλαιστίνης. Η Βενετία όμως δεν ήθελε να μεταφέρει τους Σταυροφόρους πριν λάβει όλο το χρηματικό ποσό που της είχαν υποσχεθεί. [1] Μη έχοντας τα απαραίτητα χρήματα, οι Σταυροφόροι υποχρεώθηκαν τελικά να δεχθούν την πρόταση του Δάνδολου να τον βοηθήσουν να καταλάβει τη δαλματική πόλη Ζάρα, που είχε αποσπαστεί από τη Βενετία και προσαρτηθεί στην Ουγγαρία. Αν και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας συμμετείχε στη Σταυροφορία, όμως οι Σταυροφόροι δέχθηκαν την πρόταση του δόγη και κατευθύνθηκαν εναντίον της Ζάρας, δηλαδή μιας πόλης που επρόκειτο να συμμετάσχει στη Σταυροφορία. Έτσι η Σταυροφορία που προοριζόταν να στραφεί κατά των απίστων άρχισε με την κατάληψη από τους Σταυροφόρους μιας πόλης στην οποία ζούσαν Σταυροφόροι. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Πάπα και τις απειλές του να αφορίσει τους Σταυροφόρους, ο στρατός του κτύπησε τη Ζάρα και την κατέστρεψε. Οι σταυροί, τους οποίους τοποθέτησαν οι κάτοικοι πάνω στα τείχη της πόλης, δεν εμπόδισαν τους επιτιθέμενους. Ένας ιστορικός αναφωνεί: «Τι ωραίο ξεκίνημα για μια Σταυροφορία!» (Kretschmayr). Η περίπτωση της Ζάρας υπήρξε σοβαρό κτύπημα για την υπόθεση των Σταυροφόρων, αν και έδωσε στον Δάνδολο το δικαίωμα να γιορτάσει την πρώτη του νίκη, σε σχέση με τη Σταυροφορία.
Όταν ο Πάπας έμαθε την κατάληψη της Ζάρας κι άκουσε τα παράπονα του βασιλιά της Ουγγαρίας κατά των Σταυροφόρων και των Ενετών, προέβη στον αφορισμό τους. Ο Ιννοκέντιος, απευθυνόμενος στους Σταυροφόρους, γράφει: «Αντί να φτάσετε στη Γη της Επαγγελίας, διψάσατε για το αίμα των αδελφών σας. Αυτός που πειράζει όλο τον κόσμο, ο Σατανάς, σας ξεγέλασε... Οι κάτοικοι της Ζάρας κρέμασαν στα τείχη σταυρούς και παρά την παρουσία του Εσταυρωμένου, επιτεθήκατε κατά της πόλης και την αναγκάσατε να παραδοθεί... Φοβούμενοι τον αναθεματισμό, σταματήστε την καταστροφή και αποδώστε στους απεσταλμένους του βασιλιά της Ουγγαρίας ό,τι του έχετε πάρει. Αν δεν το κάνετε αυτό πρέπει να ξέρετε ότι θα είστε αφορισμένοι και θα στερηθείτε όλα τα προνόμια που δίνονται σε όλους τους Σταυροφόρους».
Οι απειλές του Πάπα και ο αφορισμός του δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα για τους Ενετούς. Οι Σταυροφόροι όμως, οι Φράγκοι, έκαναν ό,τι μπορούσαν για την άρση του αφορισμού του Πάπα. Τελικά ο Πάπας τους ευσπλαχνίστηκε και ήρε τον αφορισμό, αν και άφησε τιμωρημένους τους Ενετούς. Παρόλα αυτά όμως τελικά ο Ιννοκέντιος δεν απαγόρευσε οριστικά στους Σταυροφόρους να έρχονται σε επαφή με τους αφορισμένους Ενετούς και η συνεργασία τους συνεχίστηκε.
Στη διάρκεια της πολιορκίας και της κατάληψης της Ζάρας, παρουσιάστηκε μια νέα προσωπικότητα της ιστορίας της Δ' Σταυροφορίας, ο γιος του έκπτωτου Ισαάκιου, πρίγκιπας Αλέξιος, ο οποίος είχε καταφύγει στη Δύση για να ζητήσει βοήθεια για την αποκατάσταση του πατέρα του στο θρόνο του Βυζαντίου. Ύστερα από μια άκαρπη συνάντησή του με τον Πάπα στη Ρώμη, ο Αλέξιος πήγε στη Γερμανία, στον συγγενή του Φίλιππο τον Σουηβό, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Ειρήνη. Η Ειρήνη παρακάλεσε τον άνδρα της να βοηθήσει τον αδελφό της που «χωρίς καταφύγιο και χωρίς πατρίδα, ταξίδευε σαν τα αστέρια, μη έχοντας μαζί του τίποτε άλλο εκτός από το κορμί του» (Χωνιάτης). Ο Φίλιππος, που την εποχή αυτή ήταν απασχολημένος με τον αγώνα του κατά του Όθωνα Brunswick, δεν μπορούσε να υποστηρίξει αποτελεσματικά τον Αλέξιο. Έστειλε όμως μια αντιπροσωπεία στη Ζάρα ζητώντας από τη Βενετία και τους Σταυροφόρους να βοηθήσουν τον Ισαάκιο και το γιο του, αποκαθιστώντας τους στο θρόνο του Βυζαντίου. Για την υπόθεση αυτή, ο Αλέξιος υποσχόταν να υποτάξει το Βυζάντιο στη Ρώμη, στο θρησκευτικό τομέα, να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και, μετά την αποκατάσταση του πατέρα του στο θρόνο, να συμμετάσχει προσωπικά στη Σταυροφορία.
Έτσι τέθηκε το ζήτημα της πλήρους αλλαγής της κατεύθυνσης και του χαρακτήρα της Σταυροφορίας. Ο Δάνδολος αντιλήφθηκε αμέσως όλα τα πλεονεκτήματα που θα είχε η Βενετία από την πρόταση του Φίλιππου. Ο δόγης, που ήθελε να παίξει τον κύριο ρόλο στην εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης, καθώς και στην αποκατάσταση του Ισαάκιου στο θρόνο του Βυζαντίου, έβλεπε να ανοίγονται μπροστά του νέοι ορίζοντες. Για ένα διάστημα οι Σταυροφόροι δεν ενέκριναν την αλλαγή και απαιτούσαν να μη ξεφύγει η Σταυροφορία από το βασικό της σκοπό. Τελικά και οι δυο πλευρές συμφώνησαν. Μια συμφωνία μεταξύ του Αλέξιου και των Σταυροφόρων υπογράφηκε το 1203.
Οι πιο πολλοί από τους Σταυροφόρους αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης, με τον όρο όμως ότι, μετά από μια σύντομη παραμονή εκεί, θα κατευθύνονταν στην Αίγυπτο, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί. Έτσι έγινε στη Ζάρα ένα είδος συνθήκης μεταξύ της Βενετίας και των Σταυροφόρων, για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος ο Αλέξιος ήρθε στο στρατόπεδο της Ζάρας και τον Μάιο του 1203 ο στόλος της Βενετίας, με τον Δάνδολο, τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και τον Αλέξιο, απέπλευσε από τη Ζάρα και μετά από ένα μήνα έκανε την εμφάνισή του στην Κωνσταντινούπολη.
Ένα ρωσικό χρονικό του Novgorod, στο οποίο υπάρχει μια λεπτομερής περιγραφή της Δ' Σταυροφορίας, της πτώσης της Κωνσταντινούπολης και της δημιουργίας της Λατινικής αυτοκρατορίας, παρατηρεί ότι «οι Φράγκοι και όλοι οι αρχηγοί τους αγάπησαν το χρυσάφι και τον άργυρο που τους υποσχέθηκε ο γιος του Ισαάκιου και ξέχασαν τις εντολές του αυτοκράτορα και του Πάπα».
Έτσι, η ρωσική άποψη τάσσεται κατά της απομάκρυνσης των Σταυροφόρων από τα βασικά τους σχέδια. Ο πιο σύγχρονος ερευνητής της περιγραφής του Novgorod, Bizilli, τη θεωρεί πολύ σπουδαία και τονίζει ότι παρουσίαζε μια ειδική θεωρία που ενώ εξηγεί τη Σταυροφορία κατά του Βυζαντίου, δεν αναφέρεται από καμιά δυτικοευρωπαϊκή πηγή. Η θεωρία αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι «η Σταυροφορία αποφασίστηκε, από κοινού, από τον Πάπα και τον Φίλιππο το Σουηβό».
Πολλοί ιστορικοί έχουν δώσει μεγάλη προσοχή στο ζήτημα της Δ' Σταυροφορίας, και το βασικό ενδιαφέρον στρέφεται στις αιτίες της αλλαγής της κατεύθυνσης των Σταυροφόρων. Ένα τμήμα των επιστημόνων εξηγεί την τελείως ασυνήθιστη εξέλιξη της Σταυροφορίας με βάση τυχαία γεγονότα και αποτελείται από τους οπαδούς της θεωρίας των τυχαίων περιστατικών. Μια αντίθετη ομάδα επιστημόνων θεωρεί ως αιτία της αλλαγής του προγράμματος της Σταυροφορίας την προμελετημένη πολιτική της Βενετίας και της Γερμανίας και αποτελείται από τους οπαδούς της «θεωρίας της προμελέτης».
Μέχρι το 1860 περίπου, δεν είχε παρουσιαστεί καμιά σχετική με το πρόβλημα αυτό διαφωνία, επειδή όλοι οι ιστορικοί εξαρτιόνταν από την κύρια δυτική πηγή (σχετικά με τη Δ' Σταυροφορία), δηλαδή τον Γάλλο ιστορικό Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο, που είχε συμμετάσχει στη Σταυροφορία. Κατά τη γνώμη του ιστορικού αυτού τα γεγονότα της Σταυροφορίας εξελίχθηκαν απλά τυχαία: Μη έχοντας πλοία, οι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια των Ενετών και γι’ αυτό μαζεύτηκαν στη Βενετία. Στη συνέχεια, μη μπορώντας να πληρώσουν το σχετικό με τα πλοία ενοίκιο στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν τη Βενετία στον αγώνα της κατά της Ζάρας. Μετά έφτασε ο Αλέξιος που έστρεψε τους Σταυροφόρους κατά του Βυζαντίου. Έτσι δεν τίθεται ζήτημα προδοσίας της Βενετίας ή οιασδήποτε πολύπλοκης πολιτικής ραδιουργίας.
Το 1861, για πρώτη φορά, ένας Γάλλος επιστήμονας, ο Maslatrie, συγγραφέας της πολύ γνωστής ιστορίας της Κύπρου, κατηγόρησε τη Βενετία, που είχε σπουδαία εμπορικά συμφέροντα στην Αίγυπτο, ότι έκανε μυστική συνθήκη με τον Σουλτάνο της Αιγύπτου και ότι με δεξιοτεχνία εξανάγκασε τους Σταυροφόρους να εγκαταλείψουν το βασικό τους σχέδιο της εκστρατείας κατά της Αιγύπτου και να κατευθυνθούν εναντίον του Βυζαντίου. Κατόπιν, ο Γερμανός ιστορικός Karl Hopf φαινόταν ότι απέδειξε οριστικά την προδοσία, από τους Ενετούς, της υπόθεσης των Χριστιανών, δηλώνοντας ότι η συνθήκη μεταξύ Βενετίας και Αιγύπτου έγινε στις 13 Μαΐου του 1202. Αν και ο Hopf δεν δίνει κανένα κείμενο της συνθήκης και ούτε καν αναφέρει πού υπάρχει το κείμενο αυτό, η επιβολή του Γερμανού επιστήμονα ήταν τόσο μεγάλη ώστε πολλοί επιστήμονες υιοθέτησαν την άποψή του χωρίς καμιά αμφιβολία. Γρήγορα όμως αποδείχθηκε ότι ο Hopf δεν είχε νέα στοιχεία στα χέρια του και ότι η ημερομηνία που ανέφερε ήταν τελείως αυθαίρετη. Ο Γάλλος επιστήμονας Hanotaux, που ερεύνησε λίγο αργότερα το πρόβλημα, ανασκεύασε τη θεωρία της προδοσίας των Ενετών και, συνεπώς, τη «θεωρία της προμελέτης». Γνώριζε όμως ότι, αν οι Ενετοί ήταν η κύρια αιτία της αλλαγής της κατεύθυνσης της Δ' Σταυροφορίας, ασφαλώς θα είχαν ορισμένους λόγους που τους οδήγησαν στην πράξη αυτή. Τέτοιοι λόγοι ήταν η επιθυμία να υποτάξουν τη Ζάρα που είχε επαναστατήσει, η θέλησή τους να αποκαταστήσουν στο θρόνο του Βυζαντίου τον υποψήφιό τους, η διάθεση να εκδικηθούν την αυτοκρατορία για τις συμπάθειες που είχε ο Αλέξιος Γ' προς την Πίζα και πιθανόν η ελπίδα ότι θα είχαν ορισμένα οφέλη σε περίπτωση που διαλυόταν η αυτοκρατορία. Η θεωρία του Hopf τώρα θεωρείται ότι ανασκευάστηκε. Αν οι Ενετοί είναι δυνατόν να κατηγορηθούν για προδοσία, έγιναν προδότες όχι λόγω μιας μυστικής συνθήκης τους με τους Μουσουλμάνους, αλλά αποκλειστικά χάρη στο ότι είχαν υπόψη τους τα εμπορικά τους συμφέροντα σε σχέση με το Βυζάντιο.
Οι οπαδοί όμως της θεωρίας της «προμελέτης» δε περιορίστηκαν στην προσπάθεια να αποδείξουν το γεγονός της προδοσίας της Βενετίας. Το 1875 μια νέα άποψη παρουσιάστηκε από ένα Γάλλο επιστήμονα, τον Count de Riant, που προσπάθησε να αποδείξει ότι ο κύριος συντελεστής της μεταβολής της κατεύθυνσης της Δ' Σταυροφορίας δεν ήταν ο Δάνδολος, αλλά ο βασιλιάς της Γερμανίας και γαμπρός του έκπτωτου Ισαάκιου Αγγέλου, Φίλιππος Σουηβός. Στη Γερμανία είχε γίνει, με πολύ ικανότητα μια πολιτική πλεκτάνη, που απέβλεπε στο να κατευθυνθούν οι Σταυροφόροι κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Βονιφάτιος Μομφερατικός εκπλήρωσε στην Ανατολή, τα σχέδια του Φιλίππου. Στην αρχή της κατεύθυνση της Σταυροφορίας ο Riant βλέπει ένα από τα επεισόδια του μεγάλου αγώνα, που υπήρχε μεταξύ του παπισμού και της αυτοκρατορίας.
Αποκτώντας ηγετικό ρόλο στη Σταυροφορία ο Φίλιππος ταπείνωσε τον Πάπα, ενώ δεχόμενος τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως σύμμαχο μπορούσε να ελπίζει σε μια επιτυχή έκβαση του αγώνα του εναντίον του Πάπα και του Όθωνα. Η θεωρία όμως του Riant κλονίστηκε όταν, μετά από έρευνες του Vasilievsky, αποδείχθηκε ότι η φυγή του Αλέξιου στη Δύση έλαβε χώρα όχι το 1201, όπως πίστευαν όλοι οι ιστορικοί, αλλά το 1202 και ότι συνεπώς ο Φίλιππος δεν είχε τον διαθέσιμο καιρό για πολύπλοκα πολιτικά σχέδια, που η σύλληψή τους απαιτούσε πολύ χρόνο. « Έτσι η γερμανική ραδιουργία αποδεικνύεται εξίσου με τη βενετική, απατηλή». Η ακριβής έρευνα του Γάλλου Tessier, που έγινε με βάση τη μελέτη των συγχρόνων των Σταυροφοριών, ανασκεύασε τη θεωρία του ρόλου που έπαιξε ο Γερμανός βασιλιάς και επέστρεψε στην αναγνώριση της μεγάλης σημασίας της περιγραφής του Βιλεαρδουίνου, επέστρεψε δηλαδή στην άποψη που επικρατούσε πριν το 1860 και που δέχεται τη θεωρία των συμπτώσεων. Ο Tessier λέει ότι η Δ' Σταυροφορία υπήρξε μια γαλλική Σταυροφορία και ότι η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης δεν υπήρξε έργο των Γερμανών ή των Ενετών, αλλά των Γάλλων. Από τη θεωρία του Riant απομένει μόνο το γεγονός ότι ο Φίλιππος ο Σουηβός συνέβαλε στην αλλαγή της κατεύθυνσης της Σταυροφορίας και ότι, όπως ο Ερρίκος ΣΤ', είχε βλέψεις στην Ανατολική αυτοκρατορία. Οι σχετικές όμως πηγές δεν δικαιολογούν την ύπαρξη ενός ηγετικού και σταθερού σχεδίου του Φιλίππου, με βάση το οποίο μπορούσε να κριθεί η τύχη της όλης Σταυροφορίας.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας Γερμανός ιστορικός, ο Norden, ανασκευάζοντας οριστικά τη θεωρία της προμελέτης και δεχόμενος τη θεωρία των συμπτώσεων θέλησε να την ερευνήσει πιο καλά, συζήτησε το πρόβλημα της Δ' Σταυροφορίας με βάση τις πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές σχέσεις Ανατολής και Δύσης και προσπάθησε να διευκρινίσει την εσωτερική σχέση που υπήρχε μεταξύ της Δ' Σταυροφορίας και της ιστορίας των προηγούμενων 150 ετών.
Σε γενικές γραμμές τα πράγματα έχουν ως εξής: Στην πολύπλοκη ιστορία της Δ' Σταυροφορίας ενήργησαν διάφορες δυνάμεις: ο Πάπας, η Βενετία και ο Γερμανός βασιλιάς, καθώς και δυνάμεις που προέρχονταν από τις εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες του Βυζαντίου. Η ανάμιξη αυτών των δυνάμεων δημιούργησε ένα τρομερά πολύπλοκο φαινόμενο που δεν έχει τελείως ξεκαθαριστεί (σε μερικές του λεπτομέρειες) ακόμα και σήμερα. «Το ζήτημα αυτό», λέει ο Γάλλος ιστορικός Luchaire, «δε θα ξεκαθαριστεί ποτέ και η επιστήμη δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει από τη ατέλειωτη συζήτηση ενός άλυτου προβλήματος». Ο Grégoire έφτασε μέχρι του σημείου να δηλώσει ότι «στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πρόβλημα της Δ' Σταυροφορίας».
Ανάμεσα όμως απ’ όλα τα σχέδια, τις ελπίδες και τις περιπλοκές απομένει φανερό το γεγονός ότι πάνω απ’ όλα επικρατούσε η έντονη θέληση του Δάνδολου, καθώς και η σταθερή του απόφαση να αναπτύξει την εμπορική δράση της Βενετίας, η οποία θα αποκτούσε απεριόριστο πλούτο και λαμπρό μέλλον, αν είχε στη διάθεσή της τις αγορές της Ανατολής. Επιπλέον, ο Δάνδολος είχε πολύ ανησυχήσει από την οικονομική ανάπτυξη της Γένοβας, η οποία την εποχή αυτή είχε αρχίσει να κερδίζει πολύ έδαφος στην Εγγύς Ανατολή, γενικά, και στην Κωνσταντινούπολη, ειδικά. Ο εμπορικός συναγωνισμός της Βενετίας προς τη Γένοβα πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη, όταν αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της Δ' Σταυροφορίας. Τελικά το απλήρωτο χρέος που όφειλε το Βυζάντιο στη Βενετία, έναντι της περιουσίας που είχε κατάσχει ο Μανουήλ Κομνηνός από τους Ενετούς, έχει κάποια σχέση με την παρέκκλιση της Δ' Σταυροφορίας.
Στα τέλη του Ιουνίου του 1203, στόλος των Σταυροφόρων παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, που την εποχή αυτή υπενθύμιζε στη Δυτική Ευρώπη, όπως λέει ο Νικήτας Χωνιάτης, «τη Σύβαρη, [2] που ήταν πολύ γνωστή για τη θηλυπρέπειά της».
Ο Γάλλος συγγραφέας Βιλεαρδουίνος (που συμμετείχε στη Σταυροφορία) περιγράφει τη βαθειά εντύπωση που έκανε στους Σταυροφόρους η θέα της πρωτεύουσας του Βυζαντίου:
«Μπορείτε να φανταστείτε», γράφει ο Γάλλος ιστορικός, «ότι αυτοί που δεν είχαν δει ποτέ την Κωνσταντινούπολη την κοίταζαν με μεγάλο θαυμασμό, επειδή δεν είχαν ποτέ φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο πλούσια πόλη, με ψηλά τείχη και μεγαλοπρεπείς πύργους ολόγυρά της, με πλούσια παλάτια και επιβλητικές εκκλησιές, που ο αριθμός τους θα ήταν απίστευτος για όσους δεν τις έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια και γενικά με μια τέτοια έκταση σαν κι αυτήν, που είχε η Κωνσταντινούπολη, που βασιλεύει πάνω απ’ όλες τις πόλεις».
Φαινόταν πιθανόν ότι η οχυρωμένη πρωτεύουσα θα μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία στους Σταυροφόρους, που ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος. Αυτοί όμως, έχοντας αποβιβαστεί στην ευρωπαϊκή ακτή, κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο και, αφού εισχώρησαν σ’ αυτόν, έκαψαν τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Συγχρόνως, οι ιππότες επιτέθηκαν κατά της πόλης, που, παρά την απελπιστική αντίσταση των μισθοφόρων Βαράγγων, καταλήφθηκε τον Ιούλιο από τους Σταυροφόρους. Ο Αλέξιος Γ', μη διαθέτοντας ούτε θέληση ούτε δύναμη, εγκατέλειψε την πρωτεύουσα και διέφυγε παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Ο Ισαάκιος Β' αποφυλακίστηκε κι επανήλθε στο θρόνο, ενώ ο γιος του Αλέξιος, που είχε έρθει με τους Σταυροφόρους, ανακηρύχθηκε συν-αυτοκράτορας (Αλέξιος Δ'). Αυτή η πρώτη πολιορκία και κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους έγινε με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β' στο θρόνο.
Αφού αποκατέστησαν τον Ισαάκιο στο θρόνο, οι Σταυροφόροι, με αρχηγό τον Δάνδολο, ζήτησαν από τον γιο του αυτοκράτορα την εκπλήρωση των υποσχέσεων που είχε δώσει, δηλαδή την πληρωμή ενός μεγάλου χρηματικού ποσού και τη συμμετοχή του στη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος Δ' προέτρεπε τους Σταυροφόρους να μη μείνουν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά να στρατοπεδεύσουν έξω από αυτήν και μη μπορώντας να πληρώσει όλα τα χρήματα ζητούσε αναβολή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, με αποτέλεσμα να ενταθούν οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων. Στο μεταξύ, στην πρωτεύουσα, ο πληθυσμός της οποίας ήταν δυσαρεστημένος με τους αυτοκράτορες που βαρύνονταν με την κατηγορία ότι πρόδωσαν την πόλη στους Σταυροφόρους, ξέσπασε μια επανάσταση και στις αρχές του 1204, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ο Αλέξιος Δούκας Μούρτζουφλος, ενώ ο Ισαάκιος Β' και ο Αλέξιος εκθρονίστηκαν. Ο Ισαάκιος πέθανε πολύ γρήγορα στη φυλακή και ο Αλέξιος Δ' δολοφονήθηκε, ύστερα από διαταγή του Μούρτζουφλου.
Ο Μούρτζουφλος, γνωστός ως Αλέξιος Ε', ήταν οπαδός του Εθνικού κόμματος, που είχε εχθρική στάση απέναντι τους Σταυροφόρους. Οι Σταυροφόροι δεν είχαν καμιά σχέση μαζί του και μετά το θάνατο του Ισαάκιου και του Αλέξιου θεώρησαν τους εαυτούς τους ελεύθερους από την υποχρέωση που είχαν αναλάβει απέναντι στο Βυζάντιο. Η συμπλοκή Βυζαντινών και Σταυροφόρων γινόταν αναπόφευκτη και οι δεύτεροι άρχισαν να σχεδιάζουν για λογαριασμό τους την κατάκτηση της πόλης. Το Μάρτιο του 1204, έγινε μεταξύ Βενετίας και Σταυροφόρων μια συνθήκη σχετική με τη διαίρεση της αυτοκρατορίας, μετά την κατάκτησή της, της οποίας τα πρώτα λόγια είναι πολύ εντυπωσιακά: «Εν ονόματι του Χριστού», αρχίζει, «πρέπει να καταλάβουμε δια των όπλων την πόλη». Τα κύρια σημεία της συνθήκης ήταν τα εξής: Στην πόλη θα εγκαθίστατο κυβέρνηση Λατίνων, οι σύμμαχοι θα συμμετείχαν στην κατανομή των λαφύρων. Μια επιτροπή από 6 Ενετούς και 6 Γάλλους θα εξέλεγε ως αυτοκράτορα αυτόν που κατά τη γνώμη τους θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα «προς δόξα Θεού, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και της αυτοκρατορίας». Ο αυτοκράτορας θα είχε στη διάθεσή του το 1/4 της πρωτεύουσας και της περιοχής έξω από αυτήν, καθώς και δύο ανάκτορα μες στην πόλη, ενώ τα άλλα 3/4 της κατεχόμενης περιοχής θα δίνονταν το μισό στη Βενετία και το υπόλοιπο στους άλλους Σταυροφόρους. Η Αγία Σοφία και το δικαίωμα εκλογής Πατριάρχη θα ανήκαν στην πλευρά εκείνη από την οποία θα προερχόταν ο αυτοκράτορας και όλοι οι Σταυροφόροι που θα αποκτούσαν μικρές ή μεγάλες κτήσεις (πλην του Δάνδολου) έπρεπε να ορκιστούν πίστη στον αυτοκράτορα. Αυτές ήταν οι βάσεις πάνω στις οποίες επρόκειτο να ιδρυθεί η Λατινική αυτοκρατορία του μέλλοντος.
Αφού οι Σταυροφόροι δέχτηκαν τους όρους αυτούς, άρχισαν να επιδίδονται στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, κτυπώντας την από την ξηρά και τη θάλασσα. Για μερικές μέρες η πόλη αντιστάθηκε επίμονα, αλλά τελικά έφτασε η μοιραία μέρα της 13ης Απριλίου του 1204, όταν οι Σταυροφόροι πέτυχαν να καταλάβουν την πρωτεύουσα. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος, φοβούμενος μήπως συλληφθεί και πέσει «στα δόντια των Λατίνων σαν μεζές ή επιδόρπιο», διέφυγε, ενώ η πόλη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων. Η πρωτεύουσα του Βυζαντίου «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας, που λέγεται Δ' Σταυροφορία» (Baynes).
Περιγράφοντας τα γεγονότα της εποχής αυτής ο Νικήτας Χωνιάτης, γράφει: «Ποια πρέπει να είναι η κατάσταση του πνεύματος εκείνου που θα διηγηθεί τις συμφορές που υπέστη η βασίλισσα των πόλεων (Κωνσταντινούπολη) κατά τη διάρκεια της βασιλείας των επίγειων αγγέλων (Άγγελοι)!»
Μετά την κατάληψη της πόλης, επί τρεις μέρες, οι Λατίνοι απειλούσαν την πρωτεύουσα με τη σκληρότητά τους, λεηλατώντας κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, μέσα από τους αιώνες, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα δεν έγινε σεβαστό, ούτε οι εκκλησίες, ούτε τα λείψανα, ούτε τα μνημεία τέχνης, ούτε η ατομική ιδιοκτησία. Οι ιππότες της Δύσης και οι στρατιώτες τους καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης, δίνει μια εντυπωσιακή εικόνα της λεηλασίας, της βίας, της ιεροσυλίας και της ερήμωσης που επέφεραν οι Σταυροφόροι στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Και οι Μουσουλμάνοι ακόμα υπήρξαν πιο εύσπλαχνοι, απέναντι στους Χριστιανούς, μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, από αυτούς τους ανθρώπους που πίστευαν ότι ήταν στρατιώτες του Χριστού.
Μια άλλη εντυπωσιακή περιγραφή της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους δόθηκε από έναν ακόμα αυτόπτη μάρτυρα, το Νικόλαο Μεσαρίτη, Μητροπολίτη της Εφέσου, κατά τον επικήδειο που εκφώνησε με την ευκαιρία του θανάτου του μεγαλύτερου αδελφού του.
Στη διάρκεια των τριών ημερών της λεηλασίας της πόλης, εξαφανίστηκαν πολλά πολύτιμα μνημεία τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα.
Ο Βιλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ σε καμιά πόλη δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα». Το ρωσικό χρονικό του Novgorod περιγράφει με ιδιαίτερες λεπτομέρειες τις σκηνές της λεηλασίας των εκκλησιών και των μοναστηριών. Η καταστροφή του 1204 αναφέρεται και στα ρωσικά χρονογραφήματα.
Τα λάφυρα συγκεντρώθηκαν και διατέθηκαν στους Λατίνους λαϊκούς και κληρικούς. Μετά από αυτήν τη Σταυροφορία, όλη η Δυτική Ευρώπη πλουτίσθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ πολλές από τις εκκλησίες των Δυτικών απέκτησαν τα «ιερά λείψανα» της Κωνσταντινούπολης. Το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων, που ήταν στα μοναστήρια της Γαλλίας, καταστράφηκαν στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Τα 4 ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρομίου της πρωτεύουσας, ο Δάνδολος τα μετάφερε στη Βενετία, όπου διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, σ’ ένα εύγλωττο θρήνο του, περιγράφει και θρηνεί την καταστροφή της πόλης, μιμούμενος τους θρήνους του προφήτη Ιερεμία και των Ψαλμών. Ο θρήνος του Χωνιάτη αρχίζει ως εξής: «Ω πόλη, πόλη πασών οφθαλμέ, άκουσμα παγκόσμιο, θέαμα υπερκόσμιο...».
Στο μεταξύ προέκυψε το δύσκολο για τους κατακτητές πρόβλημα της οργάνωσης της κατακτημένης περιοχής. Τελικά αποφασίστηκε η ίδρυση μιας αυτοκρατορίας όμοιας με αυτήν που προϋπήρχε και τέθηκε αμέσως το ζήτημα της εκλογής αυτοκράτορα. Ένας άνθρωπος φαινόταν προορισμένος να καταλάβει το θρόνο, ο αρχηγός της Σταυροφορίας Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Ο Δάνδολος όμως φαίνεται ότι απέκρουε την υποψηφιότητα του Βονιφάτιου, θεωρώντας τον πολύ ισχυρό και φοβούμενος το γεγονός ότι οι κτήσεις του ήταν πολύ κοντά στη Βενετία. Έτσι ο Βονιφάτιος παραμερίστηκε. Ο Δάνδολος βέβαια δεν μπορούσε, ως δόγης της Βενετίας, να γίνει αυτοκράτορας και γι’ αυτό εκλέχτηκε (με την επιρροή ασφαλώς του Δάνδολου) αυτοκράτορας ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας, που απείχε περισσότερο από τη Βενετία, ενώ συγχρόνως ήταν λιγότερο δυναμικός από το Βονιφάτιο. Ο Βαλδουίνος, αφού εκλέχτηκε αυτοκράτορας, στέφθηκε με μεγάλη πομπή στην Αγία Σοφία.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Βαλδουίνος ζούσαν ακόμα τρεις Έλληνες άρχοντες: οι αυτοκράτορες Αλέξιος Γ' Άγγελος και Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος και ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο οποίος ήταν ακόμα τότε κύριος της Νίκαιας. Ο Βαλδουίνος πέτυχε να καταβάλει τους οπαδούς των δύο αυτοκρατόρων.
Μετά την εκλογή του αυτοκράτορα προέκυψε το ζήτημα της διανομής της κατακτημένης περιοχής στους Σταυροφόρους. Η «διανομή της Ρωμανίας», όπως οι Λατίνοι και οι Βυζαντινοί συχνά ονομάζουν την Ανατολική αυτοκρατορία, έγινε με βάση τη συμφωνία του Μαρτίου του 1202.
Η Κωνσταντινούπολη διαμοιράστηκε μεταξύ του Βαλδουίνου και του Δάνδολου, με αποτέλεσμα ο μεν Βαλδουίνος να λάβει τα 5/8 της πόλης, και ο δόγης τα υπόλοιπα 3/8 και την Αγία Σοφία. Εκτός από τα 5/8 της πρωτεύουσας, ο Βαλδουίνος έλαβε την περιοχή της Ν. Θράκης, τα τμήματα και από τις δυο ακτές της Προποντίδας, καθώς και μερικά από τα μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, δηλαδή τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και μερικά άλλα.
Στον Βονιφάτιο Μομφερατικό υποσχέθηκαν ως αποζημίωση για τη μη εκλογή του ως αυτοκράτορα, μερικές κτήσεις της Μικράς Ασίας, αλλά τελικά του δόθηκε η Θεσσαλονίκη με τη γύρω περιοχή της Μακεδονίας και της Β. Θεσσαλίας, που αποτέλεσαν το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο διατηρούσε ο Βονιφάτιος ως υποτελής του Βαλδουίνου.
Η Βενετία κατά τη διανομή της Ρωμανίας, εξασφάλισε τη μερίδα του λέοντος. Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου έλαβε μερικά σημεία στις ακτές της Αδριατικής, όπως για παράδειγμα το Δυρράχιο, τα νησιά του Ιονίου, το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, μερικά μέρη της Πελοποννήσου (Μεθώνη, Κορώνη), την Κρήτη, μερικά λιμάνια της Θράκης, καθώς και κάποια περιοχή στο εσωτερικό της Θράκης (Καλλίπολη, Ηράκλεια, Ροδεστό). Ο Δάνδολος απέκτησε τον βυζαντινό τίτλο του «Δεσπότη», απαλλάχθηκε από τις χρηματικές του υποχρεώσεις απέναντι στον αυτοκράτορα και ονομαζόταν «κύριος του τέταρτου και μισού του κράτους της Ρωμανίας», δηλαδή των 3/8 (quartae partis et dimidiae totius imperii Romanie dominator). Ο τίτλος αυτός χρησιμοποιείτο από το δόγη της Βενετίας μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα. Με βάση τη συμφωνία, η Αγία Σοφία περιήλθε στα χέρια του κλήρου της Βενετίας κι ο Ενετός Θωμάς Μοροζίνης έγινε Πατριάρχης και αρχηγός της Καθολικής Εκκλησίας της νέας αυτοκρατορίας. Ο Νικήτας Χωνιάτης, σταθερός οπαδός της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρουσιάζει στην ιστορία του μια πολύ δυσάρεστη εικόνα του Θωμά Μοροζίνη.
Είναι φανερό ότι χάρη στις παραχωρήσεις που έγιναν στη Βενετία, η Λατινική αυτοκρατορία ήταν πολύ αδύνατη σε σύγκριση με τη δυναμική Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, που η θέση της στην Ανατολή έγινε επιβλητική. Το καλύτερο μέρος των κτήσεων του Βυζαντίου περιήλθε στα χέρια της Βενετίας και τα καλύτερα λιμάνια, τα πιο σημαντικά στρατηγικά σημεία, πολλές εύφορες περιοχές, αλλά κι ο ναυτικός δρόμος που οδηγούσε από τη Βενετία στην Κωνσταντινούπολη, ήταν στην εξουσία της Δημοκρατίας. Η Δ' Σταυροφορία έδωσε στη Δημοκρατία της Βενετίας αναρίθμητα εμπορικά προνόμια ανορθώνοντάς την στο κατακόρυφο της πολιτικής και οικονομικής της δύναμης. Υπήρξε μια πλήρης νίκη της ικανής, με περίσκεψη ζυγισμένης και μέχρι εγωισμού πατριωτικής πολιτικής του Δάνδολου.
Η Λατινική αυτοκρατορία ιδρύθηκε με βάση το φεουδαλικό σύστημα. Η κατακτημένη περιοχή διαιρέθηκε από τον αυτοκράτορα σ’ ένα μεγάλο αριθμό μεγάλων ή μικρών τιμαρίων, για την απόκτηση των οποίων προϋποτίθετο η από τη μεριά των ιπποτών της Δύσης παροχή όρκου υποτελείας στον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Ο βασιλιάς της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος Μομφερατικός διέσχισε τη Θεσσαλία και κατέλαβε την Αθήνα. Τον Μεσαίωνα η Αθήνα ήταν μια μισοξεχασμένη επαρχιακή πόλη, όπου στην Ακρόπολη, στον αρχαίο Παρθενώνα, βρισκόταν ένας Ορθόδοξος καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στην Παρθένο Μαρία. Την εποχή της κυριαρχίας των Λατίνων, στις αρχές του 13ου αιώνα, Αρχιεπίσκοπος στην Αθήνα (για περίπου 30 χρόνια) ήταν ο Μιχαήλ Ακομινάτος (Χωνιάτης). Ο Μιχαήλ άφησε μια πλούσια φιλολογική κληρονομιά σε μορφή ομιλιών, ποιημάτων και επιστολών, που δίνουν καλές πληροφορίες σχετικές με την εσωτερική ιστορία της αυτοκρατορίας της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων, καθώς και της κατάστασης της Αττικής και της Αθήνας του Μεσαίωνα. Οι επαρχίες αυτές παρουσιάζονται στα έργα του Μιχαήλ με πολύ σκοτεινά χρώματα, με βάρβαρο πληθυσμό (ίσως εν μέρει Σλαβικό) και με βάρβαρη γλώσσα. Η Αττική εμφανίζεται εγκαταλελειμμένη και κατοικούμενη από φτωχούς ανθρώπους. «Έχοντας παραμείνει αρκετό διάστημα στην Αθήνα έγινα βάρβαρος», γράφει ο Μιχαήλ και παρομοιάζει την πόλη του Περικλή με τα Τάρταρα. Σαν υπερασπιστής της μεσαιωνικής Αθήνας, που για τον φτωχό της πληθυσμό είχε αφιερώσει πολύ χρόνο και εργασία, ο Μιχαήλ μη μπορώντας να αντισταθεί στο στρατό του Βονιφάτιου, εγκατέλειψε την έδρα του και πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του μόνος σ’ ένα νησί, κοντά στις ακτές της Αττικής. Οι Λατίνοι κατέλαβαν την Αθήνα που, μαζί με τη Θήβα, δόθηκε από τον Βονιφάτιο στον Γάλλο de la Roche, που πήρε τον τίτλο του δούκα της Αθήνας και της Θήβας (dux Athenarum atque Thebarum). Ο Καθεδρικός ναός της Ακρόπολης περιήλθε στα χέρια των Λατίνων.
Ενώ στην Κεντρική Ελλάδα ιδρυόταν το Δουκάτο της Αθήνας και της Θήβας, στη Νότια Ελλάδα, δηλαδή στην αρχαία Πελοπόννησο, που την εποχή εκείνη συχνά λεγόταν Μορέας, οι Γάλλοι σχημάτιζαν και οργάνωναν το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Το Πριγκιπάτο διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα, με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα. Διαιρείτο σε 12 βαρονίες που διοικούνταν από τους βαρόνους, με επικεφαλής τον πρίγκιπα. Οι σπουδαιότερες βαρονίες ήταν η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Καρύταινα.
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, ανεψιός του ιστορικού, βρισκόταν μακριά από τη Συρία όταν έμαθε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Έσπευσε προς τα εκεί, αλλά λόγω του καιρού παρασύρθηκε στις νότιες ακτές της Πελοποννήσου, της οποίας κατέλαβε ένα τμήμα. Όταν όμως αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να συγκρατηθεί με τις δυνάμεις του, ζήτησε βοήθεια από τον βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο, που τότε βρισκόταν στην Αττική. Ο Βονιφάτιος έδωσε το δικαίωμα της κατάκτησης του Μορέως σ’ έναν από τους ιππότες του, τον Γουλιέλμο Σαμπλίτ (Champlitte), ο οποίος κατόρθωσε, μαζί με τον Βιλεαρδουίνο, μέσα σε δύο χρόνια, να κατακτήσει όλη τη χώρα. Έτσι στις αρχές του 13ου αιώνα, η Πελοπόννησος μεταβλήθηκε στο Γαλλικό Πριγκιπάτο της Αχαΐας, με αρχηγό τον πρίγκιπα Γουλιέλμο και με οργάνωση φεουδαλική. Μετά τον Γουλιέλμο (πέθανε το 1209) η εξουσία περιήλθε στον οίκο του Βιλεαρδουίνου. [3] Την αυλή του πρίγκιπα της Αχαΐας την χαρακτήριζε η λαμπρότητα και «φαινόταν καλύτερη από την αυλή οποιουδήποτε μεγάλου βασιλιά. Εκεί μιλούσαν τα γαλλικά τόσο καλά όσο και στο Παρίσι». Είκοσι χρόνια μετά τη δημιουργία των Λατινικών φεουδαλικών κρατών της Ανατολής, ο Πάπας Ονώριος Γ', απευθυνόμενος στον βασιλιά της Γαλλίας, μιλάει για τη δημιουργία στην Ανατολή «ενός είδους νέας Γαλλίας».
Οι Φεουδάρχες της Πελοποννήσου έχτισαν οχυρωμένα κάστρα με πύργους και τείχη (Μονεμβασιά, Μάνη), με βάση δυτικά πρότυπα, από τα οποία το πιο γνωστό είναι ο Μιστράς, που βρίσκεται στην αρχαία Λακωνία, κοντά στη Σπάρτη. Αυτό το επιβλητικό μεσαιωνικό κέντρο έγινε το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, πρωτεύουσα των «δεσποτάτων» της Πελοποννήσου, όταν οι Παλαιολόγοι ξαναπήραν τον Μιστρά, από τους Φράγκους. Ακόμα και σήμερα ο Μιστράς κάνει εντύπωση στους επιστήμονες και τους επισκέπτες με τα επιβλητικά μισο-κατεστραμμένα κτίρια του, σαν ένα από τα πιο σπάνια θεάματα της Ευρώπης και διατηρεί άθικτες, στις εκκλησίες του, τις πολύτιμες τοιχογραφίες του 14ου και 15ου αιώνα, που είναι εξαιρετικά σημαντικές για τη μελέτη της νεώτερης Βυζαντινής τέχνης. Στη δυτική πλευρά της Χερσονήσου υπήρχε το καλά οχυρωμένο κάστρο του Κλερμόν, που διατηρήθηκε σχεδόν άθικτο μέχρι την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα, οπότε καταστράφηκε από τους Τούρκους. Ένας Έλληνας χρονογράφος, αναφερόμενος στο οχυρό αυτό, γράφει ότι αν οι Φράγκοι έχαναν τον Μορέα, η κατοχή από αυτούς του Κλερμόν θα ήταν αρκετή για την επανάκτηση όλης της Χερσονήσου. Οι Φράγκοι έκτισαν μερικά ακόμα οχυρά.
Στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι πέτυχαν να εγκατασταθούν σταθερά σε δύο από τις τρεις νότιες χερσονήσους. Στην κεντρική όμως χερσόνησο, παρά το ότι έχτισαν δύο καλά οχυρωμένα κάστρα ποτέ δεν υπερνίκησαν την επίμονη αντίσταση των Σλάβων που ζούσαν στα βουνά. Είναι πιθανόν, οι πιο πολλοί Έλληνες του Μορέως να είδαν στη διοίκηση των Φράγκων μια ευχάριστη απαλλαγή από την οικονομική καταπίεση της κυβέρνησης του Βυζαντίου.
Στα νότια της Πελοποννήσου η Βενετία κατείχε δύο σπουδαία λιμάνια τη Μεθώνη και την Κορώνη, που αποτελούσαν εξαιρετικούς σταθμούς για τα πλοία της που κατευθύνονταν στην Ανατολή, καθώς και πολύ καλά σημεία ελέγχου του εμπορίου της Ανατολής μέσω θαλάσσης. Τα λιμάνια αυτά αποτελούσαν δύο «κύριους οφθαλμούς».
Σχετικά με την εποχή της επικράτησης των Λατίνων στην Πελοπόννησο υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες, σε διάφορες πηγές, κυρίως στο χρονικό του Μορέως (14ος αιώνας), που διασώθηκε σε διάφορες μεταφράσεις, ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά. Έστω και αν, από την άποψη της ακριβούς έκθεσης των γεγονότων, το χρονικό του Μορέως δεν μπορεί να καταλάβει την κεντρική θέση ανάμεσα στις άλλες πηγές, παρόλα αυτά αποτελεί πλούσια πηγή πολύτιμου πληροφοριακού υλικού, που αναφέρεται στις εσωτερικές συνθήκες ζωής της επικράτησης των Φράγκων στην Πελοπόννησο, στη δημόσια και ιδιωτική ζωή, και τελικά στη γεωγραφία του Μορέως, αυτής της εποχής.
Το χρονικό αξίζει να το προσέξουμε ιδιαίτερα σαν μια πηγή που δίνει εξαιρετικά πλούσιες πληροφορίες για την εσωτερική και πολιτιστική ιστορία αυτής της εποχής, όταν βυζαντινοί και δυτικοί φεουδαλικοί παράγοντες ενώθηκαν για να δημιουργήσουν εξαιρετικού ενδιαφέροντος συνθήκες ζωής.
Μερικοί επιστήμονες υποθέτουν ότι ασφαλώς η διοίκηση των Φράγκων στον Μορέα και πιθανόν το ίδιο το χρονικό του Μορέως επηρέασαν τον Γκαίτε, ο οποίος στην 3η πράξη του δεύτερου μέρους της τραγωδίας του «Φάουστ» τοποθετεί τη σκηνή στην Ελλάδα (στη Σπάρτη) όπου εκτυλίσσεται η ερωτική ιστορία του Φάουστ και της Ελένης. Ο ίδιος ο Φάουστ παρουσιάζεται εκεί σαν πρίγκιπας της κατεχόμενης Πελοποννήσου, περικυκλωμένος από φεουδάρχες, ενώ ο χαρακτήρας της διοίκησής του μας υπενθυμίζει κάτι από τους Βιλεαρδουίνους, όπως αυτοί παρουσιάζονται στο χρονικό του Μορέως. Σε μια συζήτηση του Μεφιστοφελή και της Ελένης ο Schmitt πιστεύει ότι μπορούμε να διακρίνουμε, χωρίς αμφιβολία, την περιγραφή του Μιστρά.
Μετά εμφανίζεται μια περιγραφή του κάστρου αυτού, που έχει τετράπλευρες στήλες, στύλους, αψίδες, μπαλκόνια, στοές, θυρεούς, κλπ., όπως κάθε μεσαιωνικό κάστρο. Όλο αυτό το μέρος της τραγωδίας φαίνεται ότι γράφτηκε υπό την επιρροή του χρονικού του Μορέως και συνεπώς ο «Φάουστ» περιέχει υλικό που προέρχεται από την κατάκτηση του Μορέως από τους Φράγκους.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και η δημιουργία της Λατινικής αυτοκρατορίας έφεραν τον Πάπα σε δύσκολη θέση. Ο Ιννοκέντιος Γ' ήταν αντίθετος στο να παρεκκλίνει η Σταυροφορία, αφορίζοντας μετά τη κατάληψη της Ζάρας, τους Σταυροφόρους και τους Ενετούς. Μετά όμως την πτώση της Κωνσταντινούπολης, βρέθηκε αντιμέτωπος με το τετελεσμένο πια γεγονός.
Ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος, που γράφοντας προς τον Πάπα αποκαλεί τον εαυτό του «θεία χάριτι αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και... Αύγουστο» καθώς και «υποτελή του Πάπα» αναγγέλλει στον Ιννοκέντιο την κατάληψη της πρωτεύουσας του Βυζαντίου και την εκλογή του ως αυτοκράτορα. Απαντώντας ο Πάπας παραβλέπει τελείως την παλαιά του τακτική και συγχαίρει για το θαύμα που έγινε προς δόξα του ονόματος του Κυρίου, προς τιμή και για το καλό του αποστολικού θρόνου καθώς και για την πρόοδο των Χριστιανών. Ο Πάπας καλεί όλους τους κληρικούς, τους βασιλείς και το λαό να υποστηρίξουν την προσπάθεια του Βαλδουίνου εκφράζοντας την ελπίδα ότι με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης θα διευκολυνόταν η απόσπαση των Αγίων Τόπων από τα χέρια των απίστων. Τελικά ο Ιννοκέντιος προτρέπει τον Βαλδουίνο να είναι πιστό και υπάκουο τέκνο της Καθολικής Εκκλησίας. Σε ένα άλλο γράμμα ο Πάπας γράφει: «Φυσικά, αν και είμαστε ευχαριστημένοι από το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη επανήλθε στη μητέρα της, την Αγία Καθολική Εκκλησία, θα ήμασταν όμως ακόμα πιο ευχαριστημένοι αν η Ιερουσαλήμ είχε επανέλθει στην εξουσία των Χριστιανών».
Οι διαθέσεις όμως του Πάπα άλλαξαν όταν έμαθε με περισσότερες λεπτομέρειες όλη τη φρίκη της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης καθώς και το κείμενο της συνθήκης, σχετικά με τη διαίρεση της αυτοκρατορίας, που είχε έναν καθαρά «κοσμικό» χαρακτήρα με μια έκδηλη τάση περιορισμού της επέμβασης της Εκκλησίας. Ο Βαλδουίνος δε ζήτησε από τον Πάπα την επικύρωση του αυτοκρατορικού του τίτλου και τόσο αυτός όσο και ο Δάνδολος αποφάσισαν αυθαίρετα για την Αγία Σοφία, την εκλογή Πατριάρχη, την εκκλησιαστική περιουσία και άλλες εκκλησιαστικές υποθέσεις. Στη διάρκεια της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης πολλές εκκλησίες και μοναστήρια και πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια βεβηλώθηκαν και όλα αυτά προκάλεσαν στον Πάπα ανησυχίες και δυσαρέσκειες κατά των Σταυροφόρων. Ο Ιννοκέντιος γράφοντας στον Μομφερατικό τονίζει τα εξής: «Μη έχοντας ούτε το δικαίωμα ούτε την εξουσία επί των Ελλήνων φαίνεται ότι παρεκκλίνατε, χωρίς σύνεση, από τον όρκο σας, όταν αντί να βαδίσετε κατά των Σαρακηνών κατευθυνθήκατε εναντίον των Χριστιανών με σκοπό όχι την επανάκτηση της Ιερουσαλήμ, αλλά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, προτιμώντας δηλαδή τα γήινα αντί τα πνευματικά αγαθά. Ακόμα πιο σπουδαίο όμως είναι το γεγονός ότι μερικοί (από τους Σταυροφόρους) δε σεβάστηκαν ούτε τη θρησκεία ούτε την ηλικία ούτε το φύλο...».
Έτσι η Λατινική αυτοκρατορία, με βάσεις φεουδαλικές, δε διέθετε ισχυρή πολιτική δύναμη, ενώ επιπλέον στα εκκλησιαστικά ζητήματα δεν μπορούσε να δημιουργήσει απολύτως ικανοποιητικές σχέσεις με τη Ρώμη.
Ο σκοπός των ιπποτών της Δύσης και των εμπόρων δεν πέτυχε ολοκληρωτικά, επειδή δεν ελέγχονταν όλες οι περιοχές του Βυζαντίου από τους Λατίνους. Μετά το 1204 υπήρχαν 3 ανεξάρτητα κράτη: α) η αυτοκρατορία της Νίκαιας υπό τη δυναστεία των Λασκαριδών (στη δυτική πλευρά της Μ. Ασίας, μεταξύ των λατινικών κτήσεων της Μ. Ασίας και των περιοχών του Σουλτάνου του Ικονίου) που κατείχε ένα μεγάλο τμήμα της ακτής του Αιγαίου αποτελώντας το μεγαλύτερο ανεξάρτητο ελληνικό κέντρο, καθώς και τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο της Λατινικής αυτοκρατορίας, β) Το Δεσποτάτο της Ηπείρου υπό τη δυναστεία των Κομνηνών, το οποίο ιδρύθηκε στη δυτική πλευρά των Βαλκανίων και γ) η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που ιδρύθηκε το 1204 στις ακτές της Μαύρης θάλασσας από τη δυναστεία των «Μεγάλων Κομνηνών».
Εκτός από την έλλειψη πολικής ενότητας οι Λατίνοι αντιμετώπιζαν και την έλλειψη θρησκευτικής ενότητας, επειδή τα 3 αυτά ελληνικά κράτη παρέμεναν πιστά στο δόγμα και τις συνήθειες της Ελληνικής Ανατολικής Εκκλησίας και γι’ αυτό ο Πάπας τα θεωρούσε σχισματικά. Η Νίκαια δυσαρεστούσε ιδιαίτερα τον Πάπα, επειδή ο Επίσκοπος της πόλης αυτής αδιαφορώντας για την ύπαρξη του Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, ονομαζόταν Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον οι Έλληνες της Λατινικής αυτοκρατορίας, παρά την πολιτική τους υπαγωγή στους Λατίνους, δε δέχθηκαν τον Καθολικισμό. Η στρατιωτική κατοχή της χώρας δεν είχε ως αποτέλεσμα της εκκλησιαστική ενότητα.
Τα αποτελέσματα της Δ' Σταυροφορίας υπήρξαν μοιραία τόσο για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία όσο και για το μέλλον των Σταυροφοριών. Η αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να αναλάβει από το κτύπημα που δέχτηκε το 1204, χάνοντας τη σημασία που είχε σαν διεθνής πολιτική δύναμη.
Πολιτικά, η Ανατολική αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει σαν σύνολο. Στη θέση της ήρθαν μερικά φεουδαλικά δυτικά κράτη, ενώ η ίδια ποτέ πια, ούτε και μετά την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας από τους Παλαιολόγους, δεν επανέκτησε την παλιά της λαμπρότητα και επιρροή.
Όσον αφορά τη σημασία της Δ' Σταυροφορίας για το γενικό πρόβλημα της κίνησης των Σταυροφόρων, μπορεί να ειπωθεί ότι αποδείχθηκε καθαρά ότι η ιδέα της κίνησης είχε γίνει απολύτως «κοσμική», ενώ συγχρόνως διασπάστηκε το ενιαίο κίνητρο που αρχικά οδήγησε τους λαούς της Δύσης στην Ανατολή. Μετά το 1204, οι Δυτικοί δεν ήταν αναγκασμένοι απλά να κατευθύνουν τις δυνάμεις τους κατά των Μουσουλμάνων, στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, αλλά έπρεπε να τις χρησιμοποιούν συγχρόνως σε μεγάλη έκταση, στις νέες τους κτήσεις, στην περιοχή της Ανατολικής αυτοκρατορίας, για τη σταθεροποίηση της δύναμής τους εκεί. Αποτέλεσμα, φυσικά, αυτού του γεγονότος υπήρξε η αναβολή του αγώνα κατά των Μουσουλμάνων στους Αγίους Τόπους.
Υποσημειώσεις :
[1] Για τη μεταφορά και διατροφή 13.000 ιππέων και 29.000 πεζών ζήτησαν υπέρογκη χρηματική αμοιβή και τα μισά από τα λάφυρα. Από γενναιοδωρία δέχτηκαν τα 2/3 από αυτά που ζήτησαν.
[2] Αρχαία ελληνική πόλη της Κάτω Ιταλίας, αποικία Αχαιών και Τροιζήνιων. Οι κάτοικοι της πόλης αυτής επιδίδονταν στις απολαύσεις με τόση υπερβολή, ώστε από αυτούς προήλθε ο όρος «συβαριτισμός». Η Σύβαρη καταλήφθηκε το 510 π.Χ. από τους Κροτωνιάτες και καταστράφηκε εντελώς.
[3] Ο γιος του Γοδεφρείδου Α' Βιλεαρδουίνου ήταν ο Γοδεφρείδος Β' (1218-1246), ένας ειρηνικός ηγεμόνας. Ο αδελφός του όμως ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος (1246-1278) ήταν πολεμικός άρχοντας. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα, μιλούσε ελληνικά, παντρεύτηκε την Άννα, κόρη του Μιχαήλ Β', Δεσπότη της Ηπείρου (το 1259).
«Τι θα απαντήσουμε στις επιθέσεις αυτές;», ρωτάει ο Πάπας, «πώς θα ανασκευάσουμε τις προσβολές τους; Στην πραγματικότητα, αυτά που λένε είναι εν μέρει σωστά... Ενώ οι άπιστοι εκδηλώνουν το θυμό τους παραμένοντας ατιμώρητοι σε όλη τη χώρα, οι Χριστιανοί δεν τολμούν να βγουν έξω από τις πόλεις τους. Δεν μπορούν καν να μείνουν μέσα σ’ αυτές χωρίς να ανατριχιάζουν. Το ξίφος (των απίστων) περιμένει απ’ έξω, ενώ μέσα επικρατεί ο φόβος».
Κανείς από τους κύριους βασιλείς της Δυτικής Ευρώπης δεν απάντησε στην έκκληση του Ιννοκέντιου Γ'. Ο Φίλιππος Β' Αύγουστος της Γαλλίας είχε αφοριστεί από την Εκκλησία λόγω του διαζυγίου του, ο Ιωάννης ο Ακτήμων της Αγγλίας (1199-1215), αδελφός του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, που μόλις είχε ανέβει στο θρόνο, έπρεπε πρώτα από όλα να ενισχύσει τη θέση του και συνεπώς ήταν απασχολημένος με τους αγώνες του κατά των βαρόνων και, τελικά, στη Γερμανία είχε ξεσπάσει ένας αγώνας για το θρόνο, μεταξύ του Όθωνα Brunswick και του Φίλιππου Σουηβού. Επομένως, κανείς από αυτούς τους βασιλείς δεν μπορούσε να αφήσει τη χώρα του. Μόνον ο βασιλιάς της Ουγγαρίας έλαβε μέρος στη Σταυροφορία, αν και οι πιο εκλεκτοί από τους ιππότες της Δύσης (κυρίως της Βόρειας Γαλλίας) ακολούθησαν και αυτοί τους Σταυροφόρους. Ο κόμης Thibault, ο Βαλδουίνος (κόμης της Φλάνδρας), ο Λουδοβίκος και πολλοί άλλοι (όπως ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, Γάλλος ευγενής από την Καμπανία), δέχθηκαν να συμμετάσχουν στη Σταυροφορία, η οποία διεξήχθη από ένα στρατό που αποτελείτο από Γάλλους, Φλαμανδούς, Άγγλους, Γερμανούς και Σικελούς.
Τον πιο σπουδαίο όμως ρόλο στη Σταυροφορία έπαιξε ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος, ο οποίος αποτελεί τον χαρακτηριστικό τύπο, στη σκέψη και τον χαρακτήρα, του Ενετού. Αν και όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν ήδη 80 ετών (αν όχι παραπάνω), έμοιαζε με έναν νέο άνθρωπο χάρη στη δυναμική δραστηριότητα, τον πατριωτισμό του και την πλήρη κατανόηση των πιο σπουδαίων επιδιώξεων της Βενετίας, και κυρίως των οικονομικών της σκοπών. Για ό,τι αφορούσε το μεγαλείο, το καλό και την ευημερία της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, ο Δάνδολος δεν γνώριζε δισταγμούς. Κατέχοντας την τέχνη της συνεργασίας με τους άλλους, καθώς και μια εξαιρετική δύναμη θέλησης και εκμετάλλευσης των περιστάσεων, ο δόγης της Βενετίας ήταν ένας αξιόλογος πολιτικός, ένας μεγαλοφυής διπλωμάτης και συγχρόνως ένας πολύπειρος οικονομολόγος.
Όταν άρχισε η Δ' Σταυροφορία, οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας δεν ήταν πολύ φιλικές. Ένας θρύλος αναφέρει ότι πριν 30 χρόνια, ο Δάνδολος, όταν έμενε ως φιλοξενούμενος στην Κωνσταντινούπολη, είχε τυφλωθεί ύπουλα από τους Έλληνες με έναν κοίλο καθρέπτη που αντανακλούσε δυνατά τις ακτίνες του ηλίου και ότι το γεγονός αυτό ήταν η αιτία του μίσους που είχε ο δόγης για το Βυζάντιο. Φυσικά, η αμοιβαία δυσπιστία και ο ανταγωνισμός του Βυζαντίου και της Βενετίας είχαν βαθύτερα αίτια. Ο Δάνδολος αντιλήφθηκε πολύ καλά τι πηγή πλούτου ήταν η Ανατολή γενικά (χριστιανική και μουσουλμανική) για την οικονομική ανάπτυξη της Δημοκρατίας και έστρεψε την προσοχή του πρώτα απ’ όλα στον πλησιέστερο αντίπαλό του, το Βυζάντιο, ζητώντας την πλήρη αποκατάσταση όλων των εμπορικών προνομίων που είχε αποκτήσει η Βενετία στο Βυζάντιο και που είχαν κάπως παραμεληθεί την εποχή των τελευταίων Κομνηνών. Ο Δάνδολος δεν μπορούσε καθόλου να δεχθεί, ύστερα από πολλών ετών εμπορικό μονοπώλιο της Βενετίας στην Ανατολική αυτοκρατορία, την παραχώρηση εμπορικών προνομίων σε άλλες ιταλικές πόλεις, την Πίζα και τη Γένοβα, με συνέπεια μια σοβαρή ελάττωση της ανάπτυξης του εμπορίου της Βενετίας και γι’ αυτό, σιγά-σιγά, συνέλαβε το σχέδιο να κατακτήσει το Βυζάντιο για να εξασφαλίσει οριστικά για τη Βενετία την ανατολική αγορά. Όπως και ο Ιννοκέντιος Γ', έτσι και ο Δάνδολος απειλούσε τον Αλέξιο Γ' ότι θα υποστηρίξει τα δικαιώματα της οικογένειας του έκπτωτου Ισαάκιου Αγγέλου επί του θρόνου του Βυζαντίου.
Έτσι, στη διάρκεια της προετοιμασίας της Δ' Σταυροφορίας, δύο άνθρωποι έπαιξαν τον πιο σπουδαίο ρόλο: ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ', ως αντιπρόσωπος του πνευματικού παράγοντα, που ήθελε με ειλικρίνεια την απόσπαση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους και την ενότητα και ο Δόγης Ερρίκος Δάνδολος, ως εκπρόσωπος του «κοσμικού» παράγοντα, που έδινε πρώτη θέση στους υλιστικούς εμπορικούς σκοπούς του. Δύο ακόμα άνθρωποι άσκησαν σοβαρή επιρροή στην εξέλιξη της Σταυροφορίας: ο πρίγκιπας του Βυζαντίου Αλέξιος, γιος του έκπτωτου Ισαάκιου Αγγέλου, που είχε διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη στη Δύση και ο Φίλιππος ο Σουαβός, της Γερμανίας, που είχε παντρευτεί την αδελφή του πρίγκιπα Αλέξιου.
Ο κόμης Thibault εκλέχτηκε αρχηγός του στρατού των Σταυροφόρων και καθώς ήταν αγαπητός και σεβαστός σε όλους, έγινε μια δύναμη που ενέπνεε όλη την κίνηση. Δυστυχώς όμως ο Thibault πέθανε ξαφνικά πριν αρχίσει η Σταυροφορία. Οι Σταυροφόροι χάνοντας τον αρχηγό τους, διάλεξαν για νέο τους ηγέτη τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και έτσι η ηγεσία της Σταυροφορίας περιήλθε σ’ έναν Ιταλό πρίγκιπα. Την εποχή αυτή, η Παλαιστίνη ανήκε στην αιγυπτιακή δυναστεία των Εγιουβίδων, της οποίας τα μέλη, στα τέλη του 12ου αιώνα, μετά το θάνατο του Σαλαδίνου (Μάρτιος 1193) άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους προκαλώντας ταραχές. Τα γεγονότα αυτά φαινόταν ότι διευκόλυναν τους σκοπούς των Σταυροφόρων. Στις αρχές της Δ' Σταυροφορίας απέμεναν στα χέρια των Χριστιανών (στη Συρία και την Παλαιστίνη) δύο αξιόλογα βιομηχανικά κέντρα, η Αντιόχεια και η Τρίπολη, καθώς και ένα παραλιακό οχυρό, η Άκκρα.
Οι Σταυροφόροι έπρεπε να συγκεντρωθούν στη Βενετία, που, αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, ανέλαβε να τους μεταφέρει με τα πλοία της στην Ανατολή. Ο πιο κοντινός προορισμός των Σταυροφόρων ήταν η Αίγυπτος, κάτω από την εξουσία της οποίας βρισκόταν την εποχή αυτή η Παλαιστίνη. Καταλαμβάνοντας πρώτα την Αίγυπτο, οι Σταυροφόροι θα μπορούσαν εύκολα να απαιτήσουν στη συνέχεια την απόδοση της Παλαιστίνης. Η Βενετία όμως δεν ήθελε να μεταφέρει τους Σταυροφόρους πριν λάβει όλο το χρηματικό ποσό που της είχαν υποσχεθεί. [1] Μη έχοντας τα απαραίτητα χρήματα, οι Σταυροφόροι υποχρεώθηκαν τελικά να δεχθούν την πρόταση του Δάνδολου να τον βοηθήσουν να καταλάβει τη δαλματική πόλη Ζάρα, που είχε αποσπαστεί από τη Βενετία και προσαρτηθεί στην Ουγγαρία. Αν και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας συμμετείχε στη Σταυροφορία, όμως οι Σταυροφόροι δέχθηκαν την πρόταση του δόγη και κατευθύνθηκαν εναντίον της Ζάρας, δηλαδή μιας πόλης που επρόκειτο να συμμετάσχει στη Σταυροφορία. Έτσι η Σταυροφορία που προοριζόταν να στραφεί κατά των απίστων άρχισε με την κατάληψη από τους Σταυροφόρους μιας πόλης στην οποία ζούσαν Σταυροφόροι. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Πάπα και τις απειλές του να αφορίσει τους Σταυροφόρους, ο στρατός του κτύπησε τη Ζάρα και την κατέστρεψε. Οι σταυροί, τους οποίους τοποθέτησαν οι κάτοικοι πάνω στα τείχη της πόλης, δεν εμπόδισαν τους επιτιθέμενους. Ένας ιστορικός αναφωνεί: «Τι ωραίο ξεκίνημα για μια Σταυροφορία!» (Kretschmayr). Η περίπτωση της Ζάρας υπήρξε σοβαρό κτύπημα για την υπόθεση των Σταυροφόρων, αν και έδωσε στον Δάνδολο το δικαίωμα να γιορτάσει την πρώτη του νίκη, σε σχέση με τη Σταυροφορία.
Όταν ο Πάπας έμαθε την κατάληψη της Ζάρας κι άκουσε τα παράπονα του βασιλιά της Ουγγαρίας κατά των Σταυροφόρων και των Ενετών, προέβη στον αφορισμό τους. Ο Ιννοκέντιος, απευθυνόμενος στους Σταυροφόρους, γράφει: «Αντί να φτάσετε στη Γη της Επαγγελίας, διψάσατε για το αίμα των αδελφών σας. Αυτός που πειράζει όλο τον κόσμο, ο Σατανάς, σας ξεγέλασε... Οι κάτοικοι της Ζάρας κρέμασαν στα τείχη σταυρούς και παρά την παρουσία του Εσταυρωμένου, επιτεθήκατε κατά της πόλης και την αναγκάσατε να παραδοθεί... Φοβούμενοι τον αναθεματισμό, σταματήστε την καταστροφή και αποδώστε στους απεσταλμένους του βασιλιά της Ουγγαρίας ό,τι του έχετε πάρει. Αν δεν το κάνετε αυτό πρέπει να ξέρετε ότι θα είστε αφορισμένοι και θα στερηθείτε όλα τα προνόμια που δίνονται σε όλους τους Σταυροφόρους».
Οι απειλές του Πάπα και ο αφορισμός του δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα για τους Ενετούς. Οι Σταυροφόροι όμως, οι Φράγκοι, έκαναν ό,τι μπορούσαν για την άρση του αφορισμού του Πάπα. Τελικά ο Πάπας τους ευσπλαχνίστηκε και ήρε τον αφορισμό, αν και άφησε τιμωρημένους τους Ενετούς. Παρόλα αυτά όμως τελικά ο Ιννοκέντιος δεν απαγόρευσε οριστικά στους Σταυροφόρους να έρχονται σε επαφή με τους αφορισμένους Ενετούς και η συνεργασία τους συνεχίστηκε.
Στη διάρκεια της πολιορκίας και της κατάληψης της Ζάρας, παρουσιάστηκε μια νέα προσωπικότητα της ιστορίας της Δ' Σταυροφορίας, ο γιος του έκπτωτου Ισαάκιου, πρίγκιπας Αλέξιος, ο οποίος είχε καταφύγει στη Δύση για να ζητήσει βοήθεια για την αποκατάσταση του πατέρα του στο θρόνο του Βυζαντίου. Ύστερα από μια άκαρπη συνάντησή του με τον Πάπα στη Ρώμη, ο Αλέξιος πήγε στη Γερμανία, στον συγγενή του Φίλιππο τον Σουηβό, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Ειρήνη. Η Ειρήνη παρακάλεσε τον άνδρα της να βοηθήσει τον αδελφό της που «χωρίς καταφύγιο και χωρίς πατρίδα, ταξίδευε σαν τα αστέρια, μη έχοντας μαζί του τίποτε άλλο εκτός από το κορμί του» (Χωνιάτης). Ο Φίλιππος, που την εποχή αυτή ήταν απασχολημένος με τον αγώνα του κατά του Όθωνα Brunswick, δεν μπορούσε να υποστηρίξει αποτελεσματικά τον Αλέξιο. Έστειλε όμως μια αντιπροσωπεία στη Ζάρα ζητώντας από τη Βενετία και τους Σταυροφόρους να βοηθήσουν τον Ισαάκιο και το γιο του, αποκαθιστώντας τους στο θρόνο του Βυζαντίου. Για την υπόθεση αυτή, ο Αλέξιος υποσχόταν να υποτάξει το Βυζάντιο στη Ρώμη, στο θρησκευτικό τομέα, να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και, μετά την αποκατάσταση του πατέρα του στο θρόνο, να συμμετάσχει προσωπικά στη Σταυροφορία.
Έτσι τέθηκε το ζήτημα της πλήρους αλλαγής της κατεύθυνσης και του χαρακτήρα της Σταυροφορίας. Ο Δάνδολος αντιλήφθηκε αμέσως όλα τα πλεονεκτήματα που θα είχε η Βενετία από την πρόταση του Φίλιππου. Ο δόγης, που ήθελε να παίξει τον κύριο ρόλο στην εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης, καθώς και στην αποκατάσταση του Ισαάκιου στο θρόνο του Βυζαντίου, έβλεπε να ανοίγονται μπροστά του νέοι ορίζοντες. Για ένα διάστημα οι Σταυροφόροι δεν ενέκριναν την αλλαγή και απαιτούσαν να μη ξεφύγει η Σταυροφορία από το βασικό της σκοπό. Τελικά και οι δυο πλευρές συμφώνησαν. Μια συμφωνία μεταξύ του Αλέξιου και των Σταυροφόρων υπογράφηκε το 1203.
Οι πιο πολλοί από τους Σταυροφόρους αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης, με τον όρο όμως ότι, μετά από μια σύντομη παραμονή εκεί, θα κατευθύνονταν στην Αίγυπτο, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί. Έτσι έγινε στη Ζάρα ένα είδος συνθήκης μεταξύ της Βενετίας και των Σταυροφόρων, για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος ο Αλέξιος ήρθε στο στρατόπεδο της Ζάρας και τον Μάιο του 1203 ο στόλος της Βενετίας, με τον Δάνδολο, τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και τον Αλέξιο, απέπλευσε από τη Ζάρα και μετά από ένα μήνα έκανε την εμφάνισή του στην Κωνσταντινούπολη.
Ένα ρωσικό χρονικό του Novgorod, στο οποίο υπάρχει μια λεπτομερής περιγραφή της Δ' Σταυροφορίας, της πτώσης της Κωνσταντινούπολης και της δημιουργίας της Λατινικής αυτοκρατορίας, παρατηρεί ότι «οι Φράγκοι και όλοι οι αρχηγοί τους αγάπησαν το χρυσάφι και τον άργυρο που τους υποσχέθηκε ο γιος του Ισαάκιου και ξέχασαν τις εντολές του αυτοκράτορα και του Πάπα».
Έτσι, η ρωσική άποψη τάσσεται κατά της απομάκρυνσης των Σταυροφόρων από τα βασικά τους σχέδια. Ο πιο σύγχρονος ερευνητής της περιγραφής του Novgorod, Bizilli, τη θεωρεί πολύ σπουδαία και τονίζει ότι παρουσίαζε μια ειδική θεωρία που ενώ εξηγεί τη Σταυροφορία κατά του Βυζαντίου, δεν αναφέρεται από καμιά δυτικοευρωπαϊκή πηγή. Η θεωρία αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι «η Σταυροφορία αποφασίστηκε, από κοινού, από τον Πάπα και τον Φίλιππο το Σουηβό».
Πολλοί ιστορικοί έχουν δώσει μεγάλη προσοχή στο ζήτημα της Δ' Σταυροφορίας, και το βασικό ενδιαφέρον στρέφεται στις αιτίες της αλλαγής της κατεύθυνσης των Σταυροφόρων. Ένα τμήμα των επιστημόνων εξηγεί την τελείως ασυνήθιστη εξέλιξη της Σταυροφορίας με βάση τυχαία γεγονότα και αποτελείται από τους οπαδούς της θεωρίας των τυχαίων περιστατικών. Μια αντίθετη ομάδα επιστημόνων θεωρεί ως αιτία της αλλαγής του προγράμματος της Σταυροφορίας την προμελετημένη πολιτική της Βενετίας και της Γερμανίας και αποτελείται από τους οπαδούς της «θεωρίας της προμελέτης».
Μέχρι το 1860 περίπου, δεν είχε παρουσιαστεί καμιά σχετική με το πρόβλημα αυτό διαφωνία, επειδή όλοι οι ιστορικοί εξαρτιόνταν από την κύρια δυτική πηγή (σχετικά με τη Δ' Σταυροφορία), δηλαδή τον Γάλλο ιστορικό Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο, που είχε συμμετάσχει στη Σταυροφορία. Κατά τη γνώμη του ιστορικού αυτού τα γεγονότα της Σταυροφορίας εξελίχθηκαν απλά τυχαία: Μη έχοντας πλοία, οι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια των Ενετών και γι’ αυτό μαζεύτηκαν στη Βενετία. Στη συνέχεια, μη μπορώντας να πληρώσουν το σχετικό με τα πλοία ενοίκιο στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν τη Βενετία στον αγώνα της κατά της Ζάρας. Μετά έφτασε ο Αλέξιος που έστρεψε τους Σταυροφόρους κατά του Βυζαντίου. Έτσι δεν τίθεται ζήτημα προδοσίας της Βενετίας ή οιασδήποτε πολύπλοκης πολιτικής ραδιουργίας.
Το 1861, για πρώτη φορά, ένας Γάλλος επιστήμονας, ο Maslatrie, συγγραφέας της πολύ γνωστής ιστορίας της Κύπρου, κατηγόρησε τη Βενετία, που είχε σπουδαία εμπορικά συμφέροντα στην Αίγυπτο, ότι έκανε μυστική συνθήκη με τον Σουλτάνο της Αιγύπτου και ότι με δεξιοτεχνία εξανάγκασε τους Σταυροφόρους να εγκαταλείψουν το βασικό τους σχέδιο της εκστρατείας κατά της Αιγύπτου και να κατευθυνθούν εναντίον του Βυζαντίου. Κατόπιν, ο Γερμανός ιστορικός Karl Hopf φαινόταν ότι απέδειξε οριστικά την προδοσία, από τους Ενετούς, της υπόθεσης των Χριστιανών, δηλώνοντας ότι η συνθήκη μεταξύ Βενετίας και Αιγύπτου έγινε στις 13 Μαΐου του 1202. Αν και ο Hopf δεν δίνει κανένα κείμενο της συνθήκης και ούτε καν αναφέρει πού υπάρχει το κείμενο αυτό, η επιβολή του Γερμανού επιστήμονα ήταν τόσο μεγάλη ώστε πολλοί επιστήμονες υιοθέτησαν την άποψή του χωρίς καμιά αμφιβολία. Γρήγορα όμως αποδείχθηκε ότι ο Hopf δεν είχε νέα στοιχεία στα χέρια του και ότι η ημερομηνία που ανέφερε ήταν τελείως αυθαίρετη. Ο Γάλλος επιστήμονας Hanotaux, που ερεύνησε λίγο αργότερα το πρόβλημα, ανασκεύασε τη θεωρία της προδοσίας των Ενετών και, συνεπώς, τη «θεωρία της προμελέτης». Γνώριζε όμως ότι, αν οι Ενετοί ήταν η κύρια αιτία της αλλαγής της κατεύθυνσης της Δ' Σταυροφορίας, ασφαλώς θα είχαν ορισμένους λόγους που τους οδήγησαν στην πράξη αυτή. Τέτοιοι λόγοι ήταν η επιθυμία να υποτάξουν τη Ζάρα που είχε επαναστατήσει, η θέλησή τους να αποκαταστήσουν στο θρόνο του Βυζαντίου τον υποψήφιό τους, η διάθεση να εκδικηθούν την αυτοκρατορία για τις συμπάθειες που είχε ο Αλέξιος Γ' προς την Πίζα και πιθανόν η ελπίδα ότι θα είχαν ορισμένα οφέλη σε περίπτωση που διαλυόταν η αυτοκρατορία. Η θεωρία του Hopf τώρα θεωρείται ότι ανασκευάστηκε. Αν οι Ενετοί είναι δυνατόν να κατηγορηθούν για προδοσία, έγιναν προδότες όχι λόγω μιας μυστικής συνθήκης τους με τους Μουσουλμάνους, αλλά αποκλειστικά χάρη στο ότι είχαν υπόψη τους τα εμπορικά τους συμφέροντα σε σχέση με το Βυζάντιο.
Οι οπαδοί όμως της θεωρίας της «προμελέτης» δε περιορίστηκαν στην προσπάθεια να αποδείξουν το γεγονός της προδοσίας της Βενετίας. Το 1875 μια νέα άποψη παρουσιάστηκε από ένα Γάλλο επιστήμονα, τον Count de Riant, που προσπάθησε να αποδείξει ότι ο κύριος συντελεστής της μεταβολής της κατεύθυνσης της Δ' Σταυροφορίας δεν ήταν ο Δάνδολος, αλλά ο βασιλιάς της Γερμανίας και γαμπρός του έκπτωτου Ισαάκιου Αγγέλου, Φίλιππος Σουηβός. Στη Γερμανία είχε γίνει, με πολύ ικανότητα μια πολιτική πλεκτάνη, που απέβλεπε στο να κατευθυνθούν οι Σταυροφόροι κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Βονιφάτιος Μομφερατικός εκπλήρωσε στην Ανατολή, τα σχέδια του Φιλίππου. Στην αρχή της κατεύθυνση της Σταυροφορίας ο Riant βλέπει ένα από τα επεισόδια του μεγάλου αγώνα, που υπήρχε μεταξύ του παπισμού και της αυτοκρατορίας.
Αποκτώντας ηγετικό ρόλο στη Σταυροφορία ο Φίλιππος ταπείνωσε τον Πάπα, ενώ δεχόμενος τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως σύμμαχο μπορούσε να ελπίζει σε μια επιτυχή έκβαση του αγώνα του εναντίον του Πάπα και του Όθωνα. Η θεωρία όμως του Riant κλονίστηκε όταν, μετά από έρευνες του Vasilievsky, αποδείχθηκε ότι η φυγή του Αλέξιου στη Δύση έλαβε χώρα όχι το 1201, όπως πίστευαν όλοι οι ιστορικοί, αλλά το 1202 και ότι συνεπώς ο Φίλιππος δεν είχε τον διαθέσιμο καιρό για πολύπλοκα πολιτικά σχέδια, που η σύλληψή τους απαιτούσε πολύ χρόνο. « Έτσι η γερμανική ραδιουργία αποδεικνύεται εξίσου με τη βενετική, απατηλή». Η ακριβής έρευνα του Γάλλου Tessier, που έγινε με βάση τη μελέτη των συγχρόνων των Σταυροφοριών, ανασκεύασε τη θεωρία του ρόλου που έπαιξε ο Γερμανός βασιλιάς και επέστρεψε στην αναγνώριση της μεγάλης σημασίας της περιγραφής του Βιλεαρδουίνου, επέστρεψε δηλαδή στην άποψη που επικρατούσε πριν το 1860 και που δέχεται τη θεωρία των συμπτώσεων. Ο Tessier λέει ότι η Δ' Σταυροφορία υπήρξε μια γαλλική Σταυροφορία και ότι η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης δεν υπήρξε έργο των Γερμανών ή των Ενετών, αλλά των Γάλλων. Από τη θεωρία του Riant απομένει μόνο το γεγονός ότι ο Φίλιππος ο Σουηβός συνέβαλε στην αλλαγή της κατεύθυνσης της Σταυροφορίας και ότι, όπως ο Ερρίκος ΣΤ', είχε βλέψεις στην Ανατολική αυτοκρατορία. Οι σχετικές όμως πηγές δεν δικαιολογούν την ύπαρξη ενός ηγετικού και σταθερού σχεδίου του Φιλίππου, με βάση το οποίο μπορούσε να κριθεί η τύχη της όλης Σταυροφορίας.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας Γερμανός ιστορικός, ο Norden, ανασκευάζοντας οριστικά τη θεωρία της προμελέτης και δεχόμενος τη θεωρία των συμπτώσεων θέλησε να την ερευνήσει πιο καλά, συζήτησε το πρόβλημα της Δ' Σταυροφορίας με βάση τις πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές σχέσεις Ανατολής και Δύσης και προσπάθησε να διευκρινίσει την εσωτερική σχέση που υπήρχε μεταξύ της Δ' Σταυροφορίας και της ιστορίας των προηγούμενων 150 ετών.
Σε γενικές γραμμές τα πράγματα έχουν ως εξής: Στην πολύπλοκη ιστορία της Δ' Σταυροφορίας ενήργησαν διάφορες δυνάμεις: ο Πάπας, η Βενετία και ο Γερμανός βασιλιάς, καθώς και δυνάμεις που προέρχονταν από τις εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες του Βυζαντίου. Η ανάμιξη αυτών των δυνάμεων δημιούργησε ένα τρομερά πολύπλοκο φαινόμενο που δεν έχει τελείως ξεκαθαριστεί (σε μερικές του λεπτομέρειες) ακόμα και σήμερα. «Το ζήτημα αυτό», λέει ο Γάλλος ιστορικός Luchaire, «δε θα ξεκαθαριστεί ποτέ και η επιστήμη δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει από τη ατέλειωτη συζήτηση ενός άλυτου προβλήματος». Ο Grégoire έφτασε μέχρι του σημείου να δηλώσει ότι «στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πρόβλημα της Δ' Σταυροφορίας».
Ανάμεσα όμως απ’ όλα τα σχέδια, τις ελπίδες και τις περιπλοκές απομένει φανερό το γεγονός ότι πάνω απ’ όλα επικρατούσε η έντονη θέληση του Δάνδολου, καθώς και η σταθερή του απόφαση να αναπτύξει την εμπορική δράση της Βενετίας, η οποία θα αποκτούσε απεριόριστο πλούτο και λαμπρό μέλλον, αν είχε στη διάθεσή της τις αγορές της Ανατολής. Επιπλέον, ο Δάνδολος είχε πολύ ανησυχήσει από την οικονομική ανάπτυξη της Γένοβας, η οποία την εποχή αυτή είχε αρχίσει να κερδίζει πολύ έδαφος στην Εγγύς Ανατολή, γενικά, και στην Κωνσταντινούπολη, ειδικά. Ο εμπορικός συναγωνισμός της Βενετίας προς τη Γένοβα πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη, όταν αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της Δ' Σταυροφορίας. Τελικά το απλήρωτο χρέος που όφειλε το Βυζάντιο στη Βενετία, έναντι της περιουσίας που είχε κατάσχει ο Μανουήλ Κομνηνός από τους Ενετούς, έχει κάποια σχέση με την παρέκκλιση της Δ' Σταυροφορίας.
Στα τέλη του Ιουνίου του 1203, στόλος των Σταυροφόρων παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, που την εποχή αυτή υπενθύμιζε στη Δυτική Ευρώπη, όπως λέει ο Νικήτας Χωνιάτης, «τη Σύβαρη, [2] που ήταν πολύ γνωστή για τη θηλυπρέπειά της».
Ο Γάλλος συγγραφέας Βιλεαρδουίνος (που συμμετείχε στη Σταυροφορία) περιγράφει τη βαθειά εντύπωση που έκανε στους Σταυροφόρους η θέα της πρωτεύουσας του Βυζαντίου:
«Μπορείτε να φανταστείτε», γράφει ο Γάλλος ιστορικός, «ότι αυτοί που δεν είχαν δει ποτέ την Κωνσταντινούπολη την κοίταζαν με μεγάλο θαυμασμό, επειδή δεν είχαν ποτέ φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο πλούσια πόλη, με ψηλά τείχη και μεγαλοπρεπείς πύργους ολόγυρά της, με πλούσια παλάτια και επιβλητικές εκκλησιές, που ο αριθμός τους θα ήταν απίστευτος για όσους δεν τις έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια και γενικά με μια τέτοια έκταση σαν κι αυτήν, που είχε η Κωνσταντινούπολη, που βασιλεύει πάνω απ’ όλες τις πόλεις».
Φαινόταν πιθανόν ότι η οχυρωμένη πρωτεύουσα θα μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία στους Σταυροφόρους, που ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος. Αυτοί όμως, έχοντας αποβιβαστεί στην ευρωπαϊκή ακτή, κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο και, αφού εισχώρησαν σ’ αυτόν, έκαψαν τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Συγχρόνως, οι ιππότες επιτέθηκαν κατά της πόλης, που, παρά την απελπιστική αντίσταση των μισθοφόρων Βαράγγων, καταλήφθηκε τον Ιούλιο από τους Σταυροφόρους. Ο Αλέξιος Γ', μη διαθέτοντας ούτε θέληση ούτε δύναμη, εγκατέλειψε την πρωτεύουσα και διέφυγε παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Ο Ισαάκιος Β' αποφυλακίστηκε κι επανήλθε στο θρόνο, ενώ ο γιος του Αλέξιος, που είχε έρθει με τους Σταυροφόρους, ανακηρύχθηκε συν-αυτοκράτορας (Αλέξιος Δ'). Αυτή η πρώτη πολιορκία και κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους έγινε με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β' στο θρόνο.
Αφού αποκατέστησαν τον Ισαάκιο στο θρόνο, οι Σταυροφόροι, με αρχηγό τον Δάνδολο, ζήτησαν από τον γιο του αυτοκράτορα την εκπλήρωση των υποσχέσεων που είχε δώσει, δηλαδή την πληρωμή ενός μεγάλου χρηματικού ποσού και τη συμμετοχή του στη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος Δ' προέτρεπε τους Σταυροφόρους να μη μείνουν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά να στρατοπεδεύσουν έξω από αυτήν και μη μπορώντας να πληρώσει όλα τα χρήματα ζητούσε αναβολή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, με αποτέλεσμα να ενταθούν οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων. Στο μεταξύ, στην πρωτεύουσα, ο πληθυσμός της οποίας ήταν δυσαρεστημένος με τους αυτοκράτορες που βαρύνονταν με την κατηγορία ότι πρόδωσαν την πόλη στους Σταυροφόρους, ξέσπασε μια επανάσταση και στις αρχές του 1204, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ο Αλέξιος Δούκας Μούρτζουφλος, ενώ ο Ισαάκιος Β' και ο Αλέξιος εκθρονίστηκαν. Ο Ισαάκιος πέθανε πολύ γρήγορα στη φυλακή και ο Αλέξιος Δ' δολοφονήθηκε, ύστερα από διαταγή του Μούρτζουφλου.
Ο Μούρτζουφλος, γνωστός ως Αλέξιος Ε', ήταν οπαδός του Εθνικού κόμματος, που είχε εχθρική στάση απέναντι τους Σταυροφόρους. Οι Σταυροφόροι δεν είχαν καμιά σχέση μαζί του και μετά το θάνατο του Ισαάκιου και του Αλέξιου θεώρησαν τους εαυτούς τους ελεύθερους από την υποχρέωση που είχαν αναλάβει απέναντι στο Βυζάντιο. Η συμπλοκή Βυζαντινών και Σταυροφόρων γινόταν αναπόφευκτη και οι δεύτεροι άρχισαν να σχεδιάζουν για λογαριασμό τους την κατάκτηση της πόλης. Το Μάρτιο του 1204, έγινε μεταξύ Βενετίας και Σταυροφόρων μια συνθήκη σχετική με τη διαίρεση της αυτοκρατορίας, μετά την κατάκτησή της, της οποίας τα πρώτα λόγια είναι πολύ εντυπωσιακά: «Εν ονόματι του Χριστού», αρχίζει, «πρέπει να καταλάβουμε δια των όπλων την πόλη». Τα κύρια σημεία της συνθήκης ήταν τα εξής: Στην πόλη θα εγκαθίστατο κυβέρνηση Λατίνων, οι σύμμαχοι θα συμμετείχαν στην κατανομή των λαφύρων. Μια επιτροπή από 6 Ενετούς και 6 Γάλλους θα εξέλεγε ως αυτοκράτορα αυτόν που κατά τη γνώμη τους θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα «προς δόξα Θεού, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και της αυτοκρατορίας». Ο αυτοκράτορας θα είχε στη διάθεσή του το 1/4 της πρωτεύουσας και της περιοχής έξω από αυτήν, καθώς και δύο ανάκτορα μες στην πόλη, ενώ τα άλλα 3/4 της κατεχόμενης περιοχής θα δίνονταν το μισό στη Βενετία και το υπόλοιπο στους άλλους Σταυροφόρους. Η Αγία Σοφία και το δικαίωμα εκλογής Πατριάρχη θα ανήκαν στην πλευρά εκείνη από την οποία θα προερχόταν ο αυτοκράτορας και όλοι οι Σταυροφόροι που θα αποκτούσαν μικρές ή μεγάλες κτήσεις (πλην του Δάνδολου) έπρεπε να ορκιστούν πίστη στον αυτοκράτορα. Αυτές ήταν οι βάσεις πάνω στις οποίες επρόκειτο να ιδρυθεί η Λατινική αυτοκρατορία του μέλλοντος.
Αφού οι Σταυροφόροι δέχτηκαν τους όρους αυτούς, άρχισαν να επιδίδονται στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, κτυπώντας την από την ξηρά και τη θάλασσα. Για μερικές μέρες η πόλη αντιστάθηκε επίμονα, αλλά τελικά έφτασε η μοιραία μέρα της 13ης Απριλίου του 1204, όταν οι Σταυροφόροι πέτυχαν να καταλάβουν την πρωτεύουσα. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος, φοβούμενος μήπως συλληφθεί και πέσει «στα δόντια των Λατίνων σαν μεζές ή επιδόρπιο», διέφυγε, ενώ η πόλη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων. Η πρωτεύουσα του Βυζαντίου «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας, που λέγεται Δ' Σταυροφορία» (Baynes).
Περιγράφοντας τα γεγονότα της εποχής αυτής ο Νικήτας Χωνιάτης, γράφει: «Ποια πρέπει να είναι η κατάσταση του πνεύματος εκείνου που θα διηγηθεί τις συμφορές που υπέστη η βασίλισσα των πόλεων (Κωνσταντινούπολη) κατά τη διάρκεια της βασιλείας των επίγειων αγγέλων (Άγγελοι)!»
Μετά την κατάληψη της πόλης, επί τρεις μέρες, οι Λατίνοι απειλούσαν την πρωτεύουσα με τη σκληρότητά τους, λεηλατώντας κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, μέσα από τους αιώνες, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα δεν έγινε σεβαστό, ούτε οι εκκλησίες, ούτε τα λείψανα, ούτε τα μνημεία τέχνης, ούτε η ατομική ιδιοκτησία. Οι ιππότες της Δύσης και οι στρατιώτες τους καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης, δίνει μια εντυπωσιακή εικόνα της λεηλασίας, της βίας, της ιεροσυλίας και της ερήμωσης που επέφεραν οι Σταυροφόροι στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Και οι Μουσουλμάνοι ακόμα υπήρξαν πιο εύσπλαχνοι, απέναντι στους Χριστιανούς, μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, από αυτούς τους ανθρώπους που πίστευαν ότι ήταν στρατιώτες του Χριστού.
Μια άλλη εντυπωσιακή περιγραφή της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους δόθηκε από έναν ακόμα αυτόπτη μάρτυρα, το Νικόλαο Μεσαρίτη, Μητροπολίτη της Εφέσου, κατά τον επικήδειο που εκφώνησε με την ευκαιρία του θανάτου του μεγαλύτερου αδελφού του.
Στη διάρκεια των τριών ημερών της λεηλασίας της πόλης, εξαφανίστηκαν πολλά πολύτιμα μνημεία τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα.
Ο Βιλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ σε καμιά πόλη δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα». Το ρωσικό χρονικό του Novgorod περιγράφει με ιδιαίτερες λεπτομέρειες τις σκηνές της λεηλασίας των εκκλησιών και των μοναστηριών. Η καταστροφή του 1204 αναφέρεται και στα ρωσικά χρονογραφήματα.
Τα λάφυρα συγκεντρώθηκαν και διατέθηκαν στους Λατίνους λαϊκούς και κληρικούς. Μετά από αυτήν τη Σταυροφορία, όλη η Δυτική Ευρώπη πλουτίσθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ πολλές από τις εκκλησίες των Δυτικών απέκτησαν τα «ιερά λείψανα» της Κωνσταντινούπολης. Το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων, που ήταν στα μοναστήρια της Γαλλίας, καταστράφηκαν στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Τα 4 ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρομίου της πρωτεύουσας, ο Δάνδολος τα μετάφερε στη Βενετία, όπου διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, σ’ ένα εύγλωττο θρήνο του, περιγράφει και θρηνεί την καταστροφή της πόλης, μιμούμενος τους θρήνους του προφήτη Ιερεμία και των Ψαλμών. Ο θρήνος του Χωνιάτη αρχίζει ως εξής: «Ω πόλη, πόλη πασών οφθαλμέ, άκουσμα παγκόσμιο, θέαμα υπερκόσμιο...».
Στο μεταξύ προέκυψε το δύσκολο για τους κατακτητές πρόβλημα της οργάνωσης της κατακτημένης περιοχής. Τελικά αποφασίστηκε η ίδρυση μιας αυτοκρατορίας όμοιας με αυτήν που προϋπήρχε και τέθηκε αμέσως το ζήτημα της εκλογής αυτοκράτορα. Ένας άνθρωπος φαινόταν προορισμένος να καταλάβει το θρόνο, ο αρχηγός της Σταυροφορίας Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Ο Δάνδολος όμως φαίνεται ότι απέκρουε την υποψηφιότητα του Βονιφάτιου, θεωρώντας τον πολύ ισχυρό και φοβούμενος το γεγονός ότι οι κτήσεις του ήταν πολύ κοντά στη Βενετία. Έτσι ο Βονιφάτιος παραμερίστηκε. Ο Δάνδολος βέβαια δεν μπορούσε, ως δόγης της Βενετίας, να γίνει αυτοκράτορας και γι’ αυτό εκλέχτηκε (με την επιρροή ασφαλώς του Δάνδολου) αυτοκράτορας ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας, που απείχε περισσότερο από τη Βενετία, ενώ συγχρόνως ήταν λιγότερο δυναμικός από το Βονιφάτιο. Ο Βαλδουίνος, αφού εκλέχτηκε αυτοκράτορας, στέφθηκε με μεγάλη πομπή στην Αγία Σοφία.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Βαλδουίνος ζούσαν ακόμα τρεις Έλληνες άρχοντες: οι αυτοκράτορες Αλέξιος Γ' Άγγελος και Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος και ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο οποίος ήταν ακόμα τότε κύριος της Νίκαιας. Ο Βαλδουίνος πέτυχε να καταβάλει τους οπαδούς των δύο αυτοκρατόρων.
Μετά την εκλογή του αυτοκράτορα προέκυψε το ζήτημα της διανομής της κατακτημένης περιοχής στους Σταυροφόρους. Η «διανομή της Ρωμανίας», όπως οι Λατίνοι και οι Βυζαντινοί συχνά ονομάζουν την Ανατολική αυτοκρατορία, έγινε με βάση τη συμφωνία του Μαρτίου του 1202.
Η Κωνσταντινούπολη διαμοιράστηκε μεταξύ του Βαλδουίνου και του Δάνδολου, με αποτέλεσμα ο μεν Βαλδουίνος να λάβει τα 5/8 της πόλης, και ο δόγης τα υπόλοιπα 3/8 και την Αγία Σοφία. Εκτός από τα 5/8 της πρωτεύουσας, ο Βαλδουίνος έλαβε την περιοχή της Ν. Θράκης, τα τμήματα και από τις δυο ακτές της Προποντίδας, καθώς και μερικά από τα μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, δηλαδή τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και μερικά άλλα.
Στον Βονιφάτιο Μομφερατικό υποσχέθηκαν ως αποζημίωση για τη μη εκλογή του ως αυτοκράτορα, μερικές κτήσεις της Μικράς Ασίας, αλλά τελικά του δόθηκε η Θεσσαλονίκη με τη γύρω περιοχή της Μακεδονίας και της Β. Θεσσαλίας, που αποτέλεσαν το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο διατηρούσε ο Βονιφάτιος ως υποτελής του Βαλδουίνου.
Η Βενετία κατά τη διανομή της Ρωμανίας, εξασφάλισε τη μερίδα του λέοντος. Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου έλαβε μερικά σημεία στις ακτές της Αδριατικής, όπως για παράδειγμα το Δυρράχιο, τα νησιά του Ιονίου, το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, μερικά μέρη της Πελοποννήσου (Μεθώνη, Κορώνη), την Κρήτη, μερικά λιμάνια της Θράκης, καθώς και κάποια περιοχή στο εσωτερικό της Θράκης (Καλλίπολη, Ηράκλεια, Ροδεστό). Ο Δάνδολος απέκτησε τον βυζαντινό τίτλο του «Δεσπότη», απαλλάχθηκε από τις χρηματικές του υποχρεώσεις απέναντι στον αυτοκράτορα και ονομαζόταν «κύριος του τέταρτου και μισού του κράτους της Ρωμανίας», δηλαδή των 3/8 (quartae partis et dimidiae totius imperii Romanie dominator). Ο τίτλος αυτός χρησιμοποιείτο από το δόγη της Βενετίας μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα. Με βάση τη συμφωνία, η Αγία Σοφία περιήλθε στα χέρια του κλήρου της Βενετίας κι ο Ενετός Θωμάς Μοροζίνης έγινε Πατριάρχης και αρχηγός της Καθολικής Εκκλησίας της νέας αυτοκρατορίας. Ο Νικήτας Χωνιάτης, σταθερός οπαδός της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρουσιάζει στην ιστορία του μια πολύ δυσάρεστη εικόνα του Θωμά Μοροζίνη.
Είναι φανερό ότι χάρη στις παραχωρήσεις που έγιναν στη Βενετία, η Λατινική αυτοκρατορία ήταν πολύ αδύνατη σε σύγκριση με τη δυναμική Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, που η θέση της στην Ανατολή έγινε επιβλητική. Το καλύτερο μέρος των κτήσεων του Βυζαντίου περιήλθε στα χέρια της Βενετίας και τα καλύτερα λιμάνια, τα πιο σημαντικά στρατηγικά σημεία, πολλές εύφορες περιοχές, αλλά κι ο ναυτικός δρόμος που οδηγούσε από τη Βενετία στην Κωνσταντινούπολη, ήταν στην εξουσία της Δημοκρατίας. Η Δ' Σταυροφορία έδωσε στη Δημοκρατία της Βενετίας αναρίθμητα εμπορικά προνόμια ανορθώνοντάς την στο κατακόρυφο της πολιτικής και οικονομικής της δύναμης. Υπήρξε μια πλήρης νίκη της ικανής, με περίσκεψη ζυγισμένης και μέχρι εγωισμού πατριωτικής πολιτικής του Δάνδολου.
Η Λατινική αυτοκρατορία ιδρύθηκε με βάση το φεουδαλικό σύστημα. Η κατακτημένη περιοχή διαιρέθηκε από τον αυτοκράτορα σ’ ένα μεγάλο αριθμό μεγάλων ή μικρών τιμαρίων, για την απόκτηση των οποίων προϋποτίθετο η από τη μεριά των ιπποτών της Δύσης παροχή όρκου υποτελείας στον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Ο βασιλιάς της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος Μομφερατικός διέσχισε τη Θεσσαλία και κατέλαβε την Αθήνα. Τον Μεσαίωνα η Αθήνα ήταν μια μισοξεχασμένη επαρχιακή πόλη, όπου στην Ακρόπολη, στον αρχαίο Παρθενώνα, βρισκόταν ένας Ορθόδοξος καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στην Παρθένο Μαρία. Την εποχή της κυριαρχίας των Λατίνων, στις αρχές του 13ου αιώνα, Αρχιεπίσκοπος στην Αθήνα (για περίπου 30 χρόνια) ήταν ο Μιχαήλ Ακομινάτος (Χωνιάτης). Ο Μιχαήλ άφησε μια πλούσια φιλολογική κληρονομιά σε μορφή ομιλιών, ποιημάτων και επιστολών, που δίνουν καλές πληροφορίες σχετικές με την εσωτερική ιστορία της αυτοκρατορίας της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων, καθώς και της κατάστασης της Αττικής και της Αθήνας του Μεσαίωνα. Οι επαρχίες αυτές παρουσιάζονται στα έργα του Μιχαήλ με πολύ σκοτεινά χρώματα, με βάρβαρο πληθυσμό (ίσως εν μέρει Σλαβικό) και με βάρβαρη γλώσσα. Η Αττική εμφανίζεται εγκαταλελειμμένη και κατοικούμενη από φτωχούς ανθρώπους. «Έχοντας παραμείνει αρκετό διάστημα στην Αθήνα έγινα βάρβαρος», γράφει ο Μιχαήλ και παρομοιάζει την πόλη του Περικλή με τα Τάρταρα. Σαν υπερασπιστής της μεσαιωνικής Αθήνας, που για τον φτωχό της πληθυσμό είχε αφιερώσει πολύ χρόνο και εργασία, ο Μιχαήλ μη μπορώντας να αντισταθεί στο στρατό του Βονιφάτιου, εγκατέλειψε την έδρα του και πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του μόνος σ’ ένα νησί, κοντά στις ακτές της Αττικής. Οι Λατίνοι κατέλαβαν την Αθήνα που, μαζί με τη Θήβα, δόθηκε από τον Βονιφάτιο στον Γάλλο de la Roche, που πήρε τον τίτλο του δούκα της Αθήνας και της Θήβας (dux Athenarum atque Thebarum). Ο Καθεδρικός ναός της Ακρόπολης περιήλθε στα χέρια των Λατίνων.
Ενώ στην Κεντρική Ελλάδα ιδρυόταν το Δουκάτο της Αθήνας και της Θήβας, στη Νότια Ελλάδα, δηλαδή στην αρχαία Πελοπόννησο, που την εποχή εκείνη συχνά λεγόταν Μορέας, οι Γάλλοι σχημάτιζαν και οργάνωναν το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Το Πριγκιπάτο διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα, με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα. Διαιρείτο σε 12 βαρονίες που διοικούνταν από τους βαρόνους, με επικεφαλής τον πρίγκιπα. Οι σπουδαιότερες βαρονίες ήταν η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Καρύταινα.
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, ανεψιός του ιστορικού, βρισκόταν μακριά από τη Συρία όταν έμαθε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Έσπευσε προς τα εκεί, αλλά λόγω του καιρού παρασύρθηκε στις νότιες ακτές της Πελοποννήσου, της οποίας κατέλαβε ένα τμήμα. Όταν όμως αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να συγκρατηθεί με τις δυνάμεις του, ζήτησε βοήθεια από τον βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο, που τότε βρισκόταν στην Αττική. Ο Βονιφάτιος έδωσε το δικαίωμα της κατάκτησης του Μορέως σ’ έναν από τους ιππότες του, τον Γουλιέλμο Σαμπλίτ (Champlitte), ο οποίος κατόρθωσε, μαζί με τον Βιλεαρδουίνο, μέσα σε δύο χρόνια, να κατακτήσει όλη τη χώρα. Έτσι στις αρχές του 13ου αιώνα, η Πελοπόννησος μεταβλήθηκε στο Γαλλικό Πριγκιπάτο της Αχαΐας, με αρχηγό τον πρίγκιπα Γουλιέλμο και με οργάνωση φεουδαλική. Μετά τον Γουλιέλμο (πέθανε το 1209) η εξουσία περιήλθε στον οίκο του Βιλεαρδουίνου. [3] Την αυλή του πρίγκιπα της Αχαΐας την χαρακτήριζε η λαμπρότητα και «φαινόταν καλύτερη από την αυλή οποιουδήποτε μεγάλου βασιλιά. Εκεί μιλούσαν τα γαλλικά τόσο καλά όσο και στο Παρίσι». Είκοσι χρόνια μετά τη δημιουργία των Λατινικών φεουδαλικών κρατών της Ανατολής, ο Πάπας Ονώριος Γ', απευθυνόμενος στον βασιλιά της Γαλλίας, μιλάει για τη δημιουργία στην Ανατολή «ενός είδους νέας Γαλλίας».
Οι Φεουδάρχες της Πελοποννήσου έχτισαν οχυρωμένα κάστρα με πύργους και τείχη (Μονεμβασιά, Μάνη), με βάση δυτικά πρότυπα, από τα οποία το πιο γνωστό είναι ο Μιστράς, που βρίσκεται στην αρχαία Λακωνία, κοντά στη Σπάρτη. Αυτό το επιβλητικό μεσαιωνικό κέντρο έγινε το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, πρωτεύουσα των «δεσποτάτων» της Πελοποννήσου, όταν οι Παλαιολόγοι ξαναπήραν τον Μιστρά, από τους Φράγκους. Ακόμα και σήμερα ο Μιστράς κάνει εντύπωση στους επιστήμονες και τους επισκέπτες με τα επιβλητικά μισο-κατεστραμμένα κτίρια του, σαν ένα από τα πιο σπάνια θεάματα της Ευρώπης και διατηρεί άθικτες, στις εκκλησίες του, τις πολύτιμες τοιχογραφίες του 14ου και 15ου αιώνα, που είναι εξαιρετικά σημαντικές για τη μελέτη της νεώτερης Βυζαντινής τέχνης. Στη δυτική πλευρά της Χερσονήσου υπήρχε το καλά οχυρωμένο κάστρο του Κλερμόν, που διατηρήθηκε σχεδόν άθικτο μέχρι την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα, οπότε καταστράφηκε από τους Τούρκους. Ένας Έλληνας χρονογράφος, αναφερόμενος στο οχυρό αυτό, γράφει ότι αν οι Φράγκοι έχαναν τον Μορέα, η κατοχή από αυτούς του Κλερμόν θα ήταν αρκετή για την επανάκτηση όλης της Χερσονήσου. Οι Φράγκοι έκτισαν μερικά ακόμα οχυρά.
Στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι πέτυχαν να εγκατασταθούν σταθερά σε δύο από τις τρεις νότιες χερσονήσους. Στην κεντρική όμως χερσόνησο, παρά το ότι έχτισαν δύο καλά οχυρωμένα κάστρα ποτέ δεν υπερνίκησαν την επίμονη αντίσταση των Σλάβων που ζούσαν στα βουνά. Είναι πιθανόν, οι πιο πολλοί Έλληνες του Μορέως να είδαν στη διοίκηση των Φράγκων μια ευχάριστη απαλλαγή από την οικονομική καταπίεση της κυβέρνησης του Βυζαντίου.
Στα νότια της Πελοποννήσου η Βενετία κατείχε δύο σπουδαία λιμάνια τη Μεθώνη και την Κορώνη, που αποτελούσαν εξαιρετικούς σταθμούς για τα πλοία της που κατευθύνονταν στην Ανατολή, καθώς και πολύ καλά σημεία ελέγχου του εμπορίου της Ανατολής μέσω θαλάσσης. Τα λιμάνια αυτά αποτελούσαν δύο «κύριους οφθαλμούς».
Σχετικά με την εποχή της επικράτησης των Λατίνων στην Πελοπόννησο υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες, σε διάφορες πηγές, κυρίως στο χρονικό του Μορέως (14ος αιώνας), που διασώθηκε σε διάφορες μεταφράσεις, ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά. Έστω και αν, από την άποψη της ακριβούς έκθεσης των γεγονότων, το χρονικό του Μορέως δεν μπορεί να καταλάβει την κεντρική θέση ανάμεσα στις άλλες πηγές, παρόλα αυτά αποτελεί πλούσια πηγή πολύτιμου πληροφοριακού υλικού, που αναφέρεται στις εσωτερικές συνθήκες ζωής της επικράτησης των Φράγκων στην Πελοπόννησο, στη δημόσια και ιδιωτική ζωή, και τελικά στη γεωγραφία του Μορέως, αυτής της εποχής.
Το χρονικό αξίζει να το προσέξουμε ιδιαίτερα σαν μια πηγή που δίνει εξαιρετικά πλούσιες πληροφορίες για την εσωτερική και πολιτιστική ιστορία αυτής της εποχής, όταν βυζαντινοί και δυτικοί φεουδαλικοί παράγοντες ενώθηκαν για να δημιουργήσουν εξαιρετικού ενδιαφέροντος συνθήκες ζωής.
Μερικοί επιστήμονες υποθέτουν ότι ασφαλώς η διοίκηση των Φράγκων στον Μορέα και πιθανόν το ίδιο το χρονικό του Μορέως επηρέασαν τον Γκαίτε, ο οποίος στην 3η πράξη του δεύτερου μέρους της τραγωδίας του «Φάουστ» τοποθετεί τη σκηνή στην Ελλάδα (στη Σπάρτη) όπου εκτυλίσσεται η ερωτική ιστορία του Φάουστ και της Ελένης. Ο ίδιος ο Φάουστ παρουσιάζεται εκεί σαν πρίγκιπας της κατεχόμενης Πελοποννήσου, περικυκλωμένος από φεουδάρχες, ενώ ο χαρακτήρας της διοίκησής του μας υπενθυμίζει κάτι από τους Βιλεαρδουίνους, όπως αυτοί παρουσιάζονται στο χρονικό του Μορέως. Σε μια συζήτηση του Μεφιστοφελή και της Ελένης ο Schmitt πιστεύει ότι μπορούμε να διακρίνουμε, χωρίς αμφιβολία, την περιγραφή του Μιστρά.
Μετά εμφανίζεται μια περιγραφή του κάστρου αυτού, που έχει τετράπλευρες στήλες, στύλους, αψίδες, μπαλκόνια, στοές, θυρεούς, κλπ., όπως κάθε μεσαιωνικό κάστρο. Όλο αυτό το μέρος της τραγωδίας φαίνεται ότι γράφτηκε υπό την επιρροή του χρονικού του Μορέως και συνεπώς ο «Φάουστ» περιέχει υλικό που προέρχεται από την κατάκτηση του Μορέως από τους Φράγκους.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και η δημιουργία της Λατινικής αυτοκρατορίας έφεραν τον Πάπα σε δύσκολη θέση. Ο Ιννοκέντιος Γ' ήταν αντίθετος στο να παρεκκλίνει η Σταυροφορία, αφορίζοντας μετά τη κατάληψη της Ζάρας, τους Σταυροφόρους και τους Ενετούς. Μετά όμως την πτώση της Κωνσταντινούπολης, βρέθηκε αντιμέτωπος με το τετελεσμένο πια γεγονός.
Ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος, που γράφοντας προς τον Πάπα αποκαλεί τον εαυτό του «θεία χάριτι αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και... Αύγουστο» καθώς και «υποτελή του Πάπα» αναγγέλλει στον Ιννοκέντιο την κατάληψη της πρωτεύουσας του Βυζαντίου και την εκλογή του ως αυτοκράτορα. Απαντώντας ο Πάπας παραβλέπει τελείως την παλαιά του τακτική και συγχαίρει για το θαύμα που έγινε προς δόξα του ονόματος του Κυρίου, προς τιμή και για το καλό του αποστολικού θρόνου καθώς και για την πρόοδο των Χριστιανών. Ο Πάπας καλεί όλους τους κληρικούς, τους βασιλείς και το λαό να υποστηρίξουν την προσπάθεια του Βαλδουίνου εκφράζοντας την ελπίδα ότι με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης θα διευκολυνόταν η απόσπαση των Αγίων Τόπων από τα χέρια των απίστων. Τελικά ο Ιννοκέντιος προτρέπει τον Βαλδουίνο να είναι πιστό και υπάκουο τέκνο της Καθολικής Εκκλησίας. Σε ένα άλλο γράμμα ο Πάπας γράφει: «Φυσικά, αν και είμαστε ευχαριστημένοι από το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη επανήλθε στη μητέρα της, την Αγία Καθολική Εκκλησία, θα ήμασταν όμως ακόμα πιο ευχαριστημένοι αν η Ιερουσαλήμ είχε επανέλθει στην εξουσία των Χριστιανών».
Οι διαθέσεις όμως του Πάπα άλλαξαν όταν έμαθε με περισσότερες λεπτομέρειες όλη τη φρίκη της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης καθώς και το κείμενο της συνθήκης, σχετικά με τη διαίρεση της αυτοκρατορίας, που είχε έναν καθαρά «κοσμικό» χαρακτήρα με μια έκδηλη τάση περιορισμού της επέμβασης της Εκκλησίας. Ο Βαλδουίνος δε ζήτησε από τον Πάπα την επικύρωση του αυτοκρατορικού του τίτλου και τόσο αυτός όσο και ο Δάνδολος αποφάσισαν αυθαίρετα για την Αγία Σοφία, την εκλογή Πατριάρχη, την εκκλησιαστική περιουσία και άλλες εκκλησιαστικές υποθέσεις. Στη διάρκεια της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης πολλές εκκλησίες και μοναστήρια και πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια βεβηλώθηκαν και όλα αυτά προκάλεσαν στον Πάπα ανησυχίες και δυσαρέσκειες κατά των Σταυροφόρων. Ο Ιννοκέντιος γράφοντας στον Μομφερατικό τονίζει τα εξής: «Μη έχοντας ούτε το δικαίωμα ούτε την εξουσία επί των Ελλήνων φαίνεται ότι παρεκκλίνατε, χωρίς σύνεση, από τον όρκο σας, όταν αντί να βαδίσετε κατά των Σαρακηνών κατευθυνθήκατε εναντίον των Χριστιανών με σκοπό όχι την επανάκτηση της Ιερουσαλήμ, αλλά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, προτιμώντας δηλαδή τα γήινα αντί τα πνευματικά αγαθά. Ακόμα πιο σπουδαίο όμως είναι το γεγονός ότι μερικοί (από τους Σταυροφόρους) δε σεβάστηκαν ούτε τη θρησκεία ούτε την ηλικία ούτε το φύλο...».
Έτσι η Λατινική αυτοκρατορία, με βάσεις φεουδαλικές, δε διέθετε ισχυρή πολιτική δύναμη, ενώ επιπλέον στα εκκλησιαστικά ζητήματα δεν μπορούσε να δημιουργήσει απολύτως ικανοποιητικές σχέσεις με τη Ρώμη.
Ο σκοπός των ιπποτών της Δύσης και των εμπόρων δεν πέτυχε ολοκληρωτικά, επειδή δεν ελέγχονταν όλες οι περιοχές του Βυζαντίου από τους Λατίνους. Μετά το 1204 υπήρχαν 3 ανεξάρτητα κράτη: α) η αυτοκρατορία της Νίκαιας υπό τη δυναστεία των Λασκαριδών (στη δυτική πλευρά της Μ. Ασίας, μεταξύ των λατινικών κτήσεων της Μ. Ασίας και των περιοχών του Σουλτάνου του Ικονίου) που κατείχε ένα μεγάλο τμήμα της ακτής του Αιγαίου αποτελώντας το μεγαλύτερο ανεξάρτητο ελληνικό κέντρο, καθώς και τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο της Λατινικής αυτοκρατορίας, β) Το Δεσποτάτο της Ηπείρου υπό τη δυναστεία των Κομνηνών, το οποίο ιδρύθηκε στη δυτική πλευρά των Βαλκανίων και γ) η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που ιδρύθηκε το 1204 στις ακτές της Μαύρης θάλασσας από τη δυναστεία των «Μεγάλων Κομνηνών».
Εκτός από την έλλειψη πολικής ενότητας οι Λατίνοι αντιμετώπιζαν και την έλλειψη θρησκευτικής ενότητας, επειδή τα 3 αυτά ελληνικά κράτη παρέμεναν πιστά στο δόγμα και τις συνήθειες της Ελληνικής Ανατολικής Εκκλησίας και γι’ αυτό ο Πάπας τα θεωρούσε σχισματικά. Η Νίκαια δυσαρεστούσε ιδιαίτερα τον Πάπα, επειδή ο Επίσκοπος της πόλης αυτής αδιαφορώντας για την ύπαρξη του Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, ονομαζόταν Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον οι Έλληνες της Λατινικής αυτοκρατορίας, παρά την πολιτική τους υπαγωγή στους Λατίνους, δε δέχθηκαν τον Καθολικισμό. Η στρατιωτική κατοχή της χώρας δεν είχε ως αποτέλεσμα της εκκλησιαστική ενότητα.
Τα αποτελέσματα της Δ' Σταυροφορίας υπήρξαν μοιραία τόσο για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία όσο και για το μέλλον των Σταυροφοριών. Η αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να αναλάβει από το κτύπημα που δέχτηκε το 1204, χάνοντας τη σημασία που είχε σαν διεθνής πολιτική δύναμη.
Πολιτικά, η Ανατολική αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει σαν σύνολο. Στη θέση της ήρθαν μερικά φεουδαλικά δυτικά κράτη, ενώ η ίδια ποτέ πια, ούτε και μετά την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας από τους Παλαιολόγους, δεν επανέκτησε την παλιά της λαμπρότητα και επιρροή.
Όσον αφορά τη σημασία της Δ' Σταυροφορίας για το γενικό πρόβλημα της κίνησης των Σταυροφόρων, μπορεί να ειπωθεί ότι αποδείχθηκε καθαρά ότι η ιδέα της κίνησης είχε γίνει απολύτως «κοσμική», ενώ συγχρόνως διασπάστηκε το ενιαίο κίνητρο που αρχικά οδήγησε τους λαούς της Δύσης στην Ανατολή. Μετά το 1204, οι Δυτικοί δεν ήταν αναγκασμένοι απλά να κατευθύνουν τις δυνάμεις τους κατά των Μουσουλμάνων, στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, αλλά έπρεπε να τις χρησιμοποιούν συγχρόνως σε μεγάλη έκταση, στις νέες τους κτήσεις, στην περιοχή της Ανατολικής αυτοκρατορίας, για τη σταθεροποίηση της δύναμής τους εκεί. Αποτέλεσμα, φυσικά, αυτού του γεγονότος υπήρξε η αναβολή του αγώνα κατά των Μουσουλμάνων στους Αγίους Τόπους.
Υποσημειώσεις :
[1] Για τη μεταφορά και διατροφή 13.000 ιππέων και 29.000 πεζών ζήτησαν υπέρογκη χρηματική αμοιβή και τα μισά από τα λάφυρα. Από γενναιοδωρία δέχτηκαν τα 2/3 από αυτά που ζήτησαν.
[2] Αρχαία ελληνική πόλη της Κάτω Ιταλίας, αποικία Αχαιών και Τροιζήνιων. Οι κάτοικοι της πόλης αυτής επιδίδονταν στις απολαύσεις με τόση υπερβολή, ώστε από αυτούς προήλθε ο όρος «συβαριτισμός». Η Σύβαρη καταλήφθηκε το 510 π.Χ. από τους Κροτωνιάτες και καταστράφηκε εντελώς.
[3] Ο γιος του Γοδεφρείδου Α' Βιλεαρδουίνου ήταν ο Γοδεφρείδος Β' (1218-1246), ένας ειρηνικός ηγεμόνας. Ο αδελφός του όμως ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος (1246-1278) ήταν πολεμικός άρχοντας. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα, μιλούσε ελληνικά, παντρεύτηκε την Άννα, κόρη του Μιχαήλ Β', Δεσπότη της Ηπείρου (το 1259).