Τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα που συνέβησαν κατά την μακρά, σχετικά, περσική κυριαρχία στην Κύπρο, ήταν οι επανειλημμένες προσπάθειες των Κυπρίων να αποτινάξουν τον περσικό ζυγό και - στο πλαίσιο αυτό - η εμπλοκή των Ελλήνων. Ιδίως δε των Ιώνων αρχικά και των Αθηναίων στη συνέχεια. Αν και οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν, ένα όμως από τα αποτελέσματά τους ήταν η παραπέρα σύσφιξη των σχέσεων της Κύπρου με τη μητροπολιτική Ελλάδα και κυρίως με την Αθήνα. Κατά τους κλασικούς ιδιαίτερα χρόνους οι δεσμοί με την Αθήνα ήταν ιδιαίτερα ισχυροί. Στην Αττική, μάλιστα, ζούσαν πολλοί Κύπριοι οργανωμένοι σε κοινότητες, βασικά έμποροι, οι δε επιγραφικές μαρτυρίες αποδεικνύουν την εκεί παρουσία τους. Οι σχέσεις όμως δεν ήταν μόνο εμπορικές. Φυσικό ήταν σταδιακά να επεκταθούν και σε άλλους τομείς: τον πολιτικό, τον πολιτιστικό, το θρησκευτικό κλπ. Έτσι, στη συνέχεια, απαντούν Κύπριοι που διαπρέπουν στην φιλοσοφία (αναφέρουμε το στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα τον Κιτιέα, όπως και τον τόσο διάσημο στην αρχαία Αθήνα μεταγενέστερο κυνικό φιλόσοφο Δημώνακτα τον Κύπριο, του οποίου το βίο έγραψε ο μαθητής του Λουκιανός). Από επιγραφικές μαρτυρίες γνωρίζουμε επίσης την επιτυχή συμμετοχή Κυπρίων σε αγώνες σε διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου, όπως και Κυπρίους αφιερωτές στη Δήλο, στο Άργος, στους Δελφούς και αλλού, καθώς επίσης και Κυπρίους που έγιναν επίτιμοι πολίτες διαφόρων αρχαίων ελληνικών πόλεων, ύστερα από αξιόλογες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει σε αυτές. Τέτοιες σχέσεις συνεχίστηκαν έντονες μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια.
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια αποτίναξης της περσικής κυριαρχίας ήταν η επανάσταση των κυπριακών βασιλείων το 499/98 π.Χ., με πρωτοστάτιδα την πόλη της κυπριακής Σαλαμίνας και ηγέτη τον πρίγκιπα Ονήσιλο. Πληροφορίες δίνει με αρκετές λεπτομέρειες ο μεγάλος ιστορικός Ηρόδοτος.
Ο Ονήσιλος, αδελφός του βασιλιά της Σαλαμίνας Γόργου που ήταν φιλοπέρσης έκανε την πρώτη μεγαλόπνοη προσπάθεια να ενώσει όλα τα κυπριακά βασίλεια σε έναν κοινό αγώνα κατά των Περσών κάτω από την ηγεσία του, εμφυσώντας σε όλους τους Κυπρίους το αίσθημα μιας εθνικής κοινής συνείδησης. Αφού κατόρθωσε να εκθρονίσει το φιλοπέρση βασιλιά αδελφό του, συσπείρωσε γύρω του όλες τις επαναστατικές δυνάμεις του νησιού. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο, επειδή στο νησί στάθμευε ισχυρή περσική φρουρά και επειδή υπήρχαν και άλλα ισχυρά φιλοπερσικά στοιχεία. Ωστόσο όλα τα κυπριακά βασίλεια τάχθηκαν με το μέρος των επαναστατών, εκτός από το βασίλειο της Αμαθούντας. Ο Ονήσιλος, θέλοντας να ξεκαθαρίσει πρώτα την κατάσταση στο εσωτερικό, πολιόρκησε και χτύπησε την Αμαθούντα.
Ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος αντέδρασε αμέσως κατά των επαναστατημένων Κυπρίων, στέλνοντας στο νησί ισχυρές στρατιωτικές ενισχύσεις με αρχηγό τον Πέρση στρατηγό Αρτύβιο. Στο μεταξύ ο Ονήσιλος είχε έρθει σε επαφή με τους επίσης επαναστατημένους κατά των Περσών Ίωνες της Μικράς Ασίας. Μάλιστα μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι σχέσεις Ονήσιλου-Ιώνων ήταν κάπως παλαιότερες κι ότι η κυπριακή επανάσταση ακολούθησε την ιωνική με προσυνεννόηση. Είναι πάντως γεγονός ότι οι Ίωνες ανταποκρίθηκαν αμέσως στην έκκληση των Κυπρίων για βοήθεια και έστειλαν στο νησί στρατεύματα και ισχυρή ναυτική δύναμη, που ανέλαβε την ευθύνη να αντιμετωπίσει τις ενωμένες ναυτικές δυνάμεις Περσών και Φοινίκων.
Οι αρχαίες φιλολογικές πηγές αναφέρουν ότι πριν από την αποφασιστική μάχη, ο στρατηγός των Ιώνων ήταν βασικός ομιλητής προς τα κυπριακά στρατεύματα που τα κάλεσε να αγωνιστούν όσο καλύτερα μπορούσαν για την ελευθερία και της Κύπρου και της Ιωνίας.
Η αποφασιστική σύγκρουση έγινε στην πεδιάδα της Σαλαμίνας, στην ανατολική Κύπρο. Παράλληλα με την αντιπαράθεση στην ξηρά, στα ανοικτά της ίδιας πόλης ο στόλος των Ιώνων και των Κυπρίων αντιμετώπισε το στόλο των Περσών και των Φοινίκων. Στη θάλασσα, η μεγάλη ναυτική ικανότητα και υπεροχή των Ιώνων έδωσε σ' αυτούς τη νίκη. Στην ξηρά, η μάχη ήταν ιδιαίτερα σκληρή και αρχικά η νίκη έκλινε προς το μέρος των Κυπρίων. Ο ίδιος ο Ονήσιλος αντιμετώπισε τον αρχηγό των Περσών Αρτύβιο και κατόρθωσε να τον καταβάλει και να τον σκοτώσει. Είναι μάλιστα γνωστό το επεισόδιο αυτό στο οποίο γίνεται αναφορά στις αρχαίες πηγές στο περίφημο πολεμικό άλογο του Αρτύβιου που ήταν εκπαιδευμένο να χτυπά με τα μπροστινά του πόδια τους αντιπάλους του Πέρση στρατηγού. Όμως ο υπασπιστής του Ονήσιλου κατόρθωσε να κόψει τα πόδια του αλόγου, ενώ ο Κύπριος αρχηγός των επαναστατών κατέβαλε τον αρχηγό των Περσών. Όμως σε αυτή την κρίσιμη φάση της μάχης, μια προδοσία ήρθε για να διαφοροποιήσει τα πράγματα υπέρ των Περσών: ο βασιλιάς του Κουρίου Στασάνος αυτομόλησε, μαζί με το δικό του στράτευμα και τάχθηκε με το μέρος των περσικών δυνάμεων. Το παράδειγμά του ακολούθησαν αμέσως και τα πολεμικά άρματα των Σαλαμινίων, οπότε πια η τροπή της μάχης άλλαξε οριστικά. Ο Ονήσιλος αγωνίστηκε μέχρι το τέλος και έπεσε πολεμώντας. Δίπλα του στάθηκε πιστός μέχρι θανάτου ο βασιλιάς των Σόλων Αριστόκυπρος. Ο Αριστόκυπρος αυτός ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά των Σόλων Φιλοκύπρου, που είχε ιδιαίτερα στενούς δεσμούς με την Ελλάδα και ιδίως με την Αθήνα: μεταξύ άλλων ήταν αυτός που είχε προσκαλέσει στην Κύπρο και είχε φιλοξενήσει το σοφό Σόλωνα τον Αθηναίο, μάλιστα προς τιμή του οποίου λέγεται ότι είχε δώσει στην πόλη του την ονομασία Σόλοι.
Τόσο ο Ονήσιλος όσο και ο Αριστόκυπρος έχασαν την ζωή τους, πολεμώντας όχι μόνο για την ελευθερία του νησιού τους, αλλά και για το γλυκό όνειρο μιας ενωμένης και ενιαίας Κύπρου. Το όνειρο αυτό ήταν ιδιαίτερα τολμηρό τότε, σε μια εποχή που το νησί ήταν διαχωρισμένο σε πολλά αυτόνομα βασίλεια που το καθένα είχε δική του "εθνική" συνείδηση και δική του πολιτική όπως και δικά του συμφέροντα. Κάτω από το πρίσμα αυτό, δεν κρίνεται, ως παράδοξη η στάση των Αμαθουσίων να αρνηθούν συμμετοχή στον αγώνα, ούτε ως περίεργη η προδοσία των Κουριέων που έκριναν σε κάποια στιγμή ότι έπρεπε να εξυπηρετήσουν πρώτιστα τα συμφέροντα της δικής τους πόλης.
Τελικά, λοιπόν, οι Πέρσες και οι Φιλοπέρσες νίκησαν στην ξηρά. Οι Ίωνες, όταν έμαθαν το αποτέλεσμα της μάχης, απέσυραν τα καράβια τους. Στο θρόνο της Σαλαμίνας ανέβηκε ξανά ο φιλοπέρσης βασιλιάς Γόργος. Οι φιλοπέρσες μονάρχες διατήρησαν την εξουσία στα βασίλειά τους. Από τις κυπριακές πόλεις, δύο συνέχισαν τη σκληρή αντίσταση κατά των Περσών. Η μια ήταν η πόλη των Σόλων και η άλλη η Παλαίπαφος. Οι Σόλοι πολιορκήθηκαν από τους Πέρσες και άντεξαν για πέντε μήνες, μέχρι να αναγκαστούν να υποκύψουν. Τότε η πόλη αυτή που ανέκαθεν ακολουθούσε σαφώς φιλελληνική πολιτική, δέχτηκε σκληρότατες κυρώσεις. Μεταξύ άλλων, η πόλη έχασε την αυτονομία της -πράγμα ιδιαίτερα σοβαρό - κι βρέθηκε όπως φαίνεται κάτω από την κηδεμονία και επόπτευση του φιλοπέρση βασιλιά μιας γειτονικής πόλης, του Μαρίου. Μάλιστα για την ασφαλέστερη επόπτευση της πόλης των Σόλων, κτίστηκε στην κορυφή κοντινού λόφου που δεσπόζει στην περιοχή ένα μεγάλο οικοδόμημα στο οποίο θα πρέπει να είχε εγκατασταθεί και περσική φρουρά. Το οικοδόμημα αυτό, που ερευνήθηκε ανασκαφικά, είναι σήμερα γνωστό ως ανάκτορο του Βουνιού. Όπως προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα, αυτό το παλάτι - φρούριο κτίστηκε αρχικά με βάση τα ανατολικά πρότυπα. Αργότερα όμως, όταν τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν, το ανάκτορο υπέστη διαδοχικές ανοικοδομήσεις (διακρίνεται συνολικά σε τέσσερις φάσεις) οπότε κυριάρχησαν τα ελληνικά αρχιτεκτονικά πρότυπα.
Η Παλαίπαφος (Πάφος) φαίνεται επίσης ότι είχε πολιορκηθεί και προβάλει μακρά και σθεναρή αντίσταση κατά των Περσών. Δε γίνεται αναφορά στις αρχαίες γραπτές (φιλολογικές) πηγές (όπως γίνεται για τους Σόλους), όμως τούτο αποδεικνύεται από τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική έρευνα. Μεγάλος αριθμός από βέλη και όπλα, πλήθος από πέτρινα βλήματα καταπελτών, πολιορκητικός τύμβος που είχε ανεγερθεί έξω από την ανατολική πύλη της πόλης, υπόγειες στοές (λαγούμια) που κατασκεύασαν οι πολιορκούμενοι για να πλησιάσουν και να καταστρέψουν τον πολιορκητικό τύμβο, καθώς και άλλα ευρήματα, πείθουν ότι η Πάφος, όπως και οι Σόλοι, πρόβαλε ισχυρή αντίσταση σε μακρά και σκληρή πολιορκία. Τελικά και η πόλη αυτή αναγκάστηκε να υποταχτεί, και η επανάσταση τερματίστηκε.
Λίγα χρόνια αργότερα το 480 π.Χ. οι Κύπριοι αναγκάστηκαν να συνδράμουν τον Πέρση Βασιλιά Ξέρξη με στρατιωτικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά της Ελλάδας. Οι Πέρσες δεν είχαν δικό τους ισχυρό ναυτικό στη Μεσόγειο, γι' αυτό και χρησιμοποιούσαν τις ναυτικές δυνάμεις και τις ναυτικές ικανότητες που ήταν υποχρεωμένοι να τους παραχωρούν οι υπόδουλοι σε αυτούς λαοί (όπως οι Φοίνικες, οι Κίλικες, οι Κύπριοι). Στην εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας, οι Κύπριοι συμμετείχαν με μια ισχυρή ναυτική δύναμη που αριθμούσε 150 καράβια! Τη συμμετοχή των Κυπρίων στην εκστρατεία αυτή, περιγράφει ο Ηρόδοτος. Μάλιστα ο μεγάλος αυτός ιστορικός αναφέρει ότι, μετά την πανωλεθρία που έπαθε ο Ξέρξης στα στενά της Σαλαμίνας, η σύμμαχός του Αρτεμισία βλέποντας την απροθυμία των Κυπρίων να πολεμήσουν τους χαρακτήρισε όχι καλούς συμμάχους αλλά κακούς δούλους.
* * *
Όσες φορές δοκίμασαν οι πανίσχυροι Πέρσες να εκστρατεύσουν κατά της ίδιας της Ελλάδας, έπαθαν πανωλεθρία (Μαραθώνας, Σαλαμίνα, Πλαταιές). Οι κατά κράτος αυτές ήττες τους κατέδειξαν στους ίδιους τους Έλληνες πως η παντοδύναμη αυτοκρατορία των Μήδων δεν ήταν αήττητη. Τα συγκλονιστικά γεγονότα των πολέμων αυτών στην Ελλάδα, είχαν τον αντίκτυπο τους και στην Κύπρο. Στην Κύπρο, πάντως, οι Πέρσες είχαν παίξει με επιτυχία ένα πολιτικό παιχνίδι που συνίστατο στο να κρατούν διασπασμένες τις δυνάμεις του νησιού. Γι' αυτό, σε αρκετές πόλεις είχαν ενισχύσει τις φιλοπερσικές δυνάμεις που τις ανέβασαν και στην εξουσία, εγκαθιστώντας φιλοπέρσες βασιλιάδες. Σε μερικές άλλες πόλεις, βοήθησαν να ενισχυθεί η δύναμη των Φοινίκων και να επεκταθεί (για παράδειγμα, γνωρίζουμε από επιγραφικές μαρτυρίες ότι το βασίλειο του Κιτίου που αποτελούσε το προπύργιο των Φοινίκων στην Κύπρο, πολιόρκησε και κατέλαβε το βασίλειο του Ιδαλίου με περσική στρατιωτική βοήθεια). Τέλος, σε μερικές άλλες πόλεις της Κύπρου άφησαν τα πράγματα να εξελίσσονται φυσιολογικά οπότε κυριάρχησε το φιλελληνικό και ελληνικό στοιχείο. Δηλαδή μεταξύ των πολλών πόλεων-βασιλείων της Κύπρου κυριαρχούσαν αλλού οι φιλοπερσικές δυνάμεις, αλλού οι φοινικικές και αλλού οι ελληνικές. Αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει μια κοινή "εθνική πολιτική" στο νησί, δηλαδή να μην πραγματοποιείται αυτό που είχε προσπαθήσει ο Ονήσιλος και που προσπάθησε, αργότερα, ο Ευαγόρας Α'.
Οι Αθηναίοι, μετά τις τόσο εντυπωσιακές στρατιωτικές επιτυχίες των ιδίων σχεδόν αποκλειστικά (Μαραθώνας) ή των ιδίων επικεφαλής και άλλων Ελλήνων επέκτειναν τις στρατιωτικές τους δραστηριότητες και πολύ πέρα από την επικράτεια της πόλης τους, όπως για παράδειγμα στη μακρινή Κύπρο. Η εμπλοκή των Αθηναίων στις κυπριακές υποθέσεις, που επαναλήφθηκε αρκετές φορές, φαίνεται ότι είχε υπαγορευθεί από διάφορους λόγους: επειδή, πιθανότατα, τους είχε ζητηθεί η βοήθειά τους από τις ελληνικές και φιλελληνικές δυνάμεις του νησιού (τουλάχιστον στην περίπτωση, του Βασιλιά Ευαγόρα Α' γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι πράγματι είχε ζητηθεί η αθηναϊκή βοήθεια με σκοπό την αποτίναξη του περσικού ζυγού). Επίσης, για λόγους γενικότερης, ίσως, στρατιωτικής πολιτικής, δεδομένης της σημαντικής στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της Κύπρου στην οποία έλπιζαν πιθανώς να έχουν ισχυρές βάσεις, αλλά και για λόγους εμπορικούς / οικονομικούς, νοουμένου ότι η Κύπρος αποτελούσε μεγάλη πύλη εμπορίου Ανατολής και Δύσης. Για τους λόγους αυτούς, και πιθανώς και για άλλους ακόμη, βλέπουμε επανειλημμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αθηναίων στην Κύπρο κατά τους κλασικούς χρόνους. Ωστόσο μια πρώτη προσπάθεια, φαίνεται να είχε έναν συμβολικό πανελλήνιο χαρακτήρα: από το Θουκυδίδη έχουμε την πληροφορία ότι το 478 π.Χ. στάλθηκε στην Κύπρο στρατιωτική δύναμη με στόλο που αριθμούσε πάνω από 50 καράβια. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο Παυσανίας, ο ηγέτης των Λακεδαιμονίων και αρχηγός των ενωμένων ελληνικών δυνάμεων που είχαν συντρίψει τους Πέρσες στη μάχη των Πλαταιών λίγο πιο πριν, το 479 π.Χ. Τον Παυσανία συνόδευσαν στην αποστολή του στην Κύπρο και δύο εξέχουσες φυσιογνωμίες των Αθηνών, ο Αριστείδης και ο Κίμωνας (ο δεύτερος σχετικά νέος ακόμη τότε). Η επιχείρηση αυτή είχε αρχικά κάποια επιτυχία και φαίνεται ότι μερικές κυπριακές πόλεις είχαν απελευθερωθεί. Σύντομα όμως παρουσιάστηκε ανάγκη να ανακληθεί η αποστολή αυτή από την Κύπρο και να σπεύσει στον Ελλήσποντο. Αποτέλεσμα ήταν να παραμείνει και πάλι η Κύπρος στο έλεος των Περσών.
Η επόμενη προσπάθεια ήταν καθαρά αθηναϊκή αλλά και σοβαρότερη: το 459-8 π.Χ. η Αθήνα έστειλε στην Κύπρο στρατιωτική δύναμη από στόλο 200 καραβιών, με αρχηγό το Χαριτιμίδη. Και πάλι όμως άλλες προτεραιότητες που προέκυψαν, οδήγησαν τους Αθηναίους σε νεότερες αποφάσεις που στην περίπτωση αυτή, αποδείχτηκαν καταστροφικές για τους ίδιους. Συγκεκριμένα, ενώ ο αθηναϊκός στόλος βρισκόταν στην περιοχή της Κύπρου πολεμώντας κατά των περσικών και φιλοπερσικών δυνάμεων, στην Αίγυπτο ξέσπασε επίσης επανάσταση κατά της περσικής κυριαρχίας με αρχηγό τον Ίναρο. Οι Αθηναίοι - υπολογίζοντας ίσως σε σημαντικότερα οφέλη - απέσπασαν τότε τα στρατεύματά τους από την Κύπρο και τα έστειλαν προς ενίσχυση των Αιγυπτίων. Η Κύπρος αφέθηκε και πάλι στη μοίρα της, ενώ στην Αίγυπτο οι αθηναϊκές δυνάμεις τελικά κατατροπώθηκαν. Μάλιστα σε ναυμαχία έχασαν το μεγαλύτερο μέρος από τα 200 καράβια τους, αφού ηττήθηκαν από τον περσικό στόλο που αποτελούνταν από 300 καράβια. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι μεγάλος αριθμός από τα περσικά καράβια είχαν αναγκαστικά ναυπηγηθεί στην Κύπρο. Τούτο ήταν κάτι που συνέβαινε συχνά, αφού τα δάση του νησιού που πρόσφεραν την άφθονη ξυλεία, καθώς και οι ναυπηγικές και ναυτικές ικανότητες των Κυπρίων, βρίσκονταν στην υπηρεσία των Περσών.
Λίγα μόνο χρόνια αργότερα, το 449 π.Χ., μια νέα όσο και σοβαρή προσπάθεια των Αθηναίων ξεκίνησε για απελευθέρωση της Κύπρου. Αυτή τη φορά αρχηγός της εκστρατείας ήταν ο στρατηγός Κίμωνας.
Ο Κίμωνας ήταν Αθηναίος πολιτικός και στρατιωτικός, γιος του Μιλτιάδη του Αθηναίου πρωταγωνιστή της μεγάλης στρατιωτικής νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών στο Μαραθώνα. Μητέρα του ήταν η Ηγησιπύλη, κόρη του βασιλιά της Θράκης Ολόρου. Γεννήθηκε γύρω στα 510 π.Χ. και πέθανε το 449 π.Χ. κατά τη διάρκεια εκστρατείας του, επικεφαλής αθηναϊκών στρατιωτικών δυνάμεων, στην Κύπρο.
Ορφανός από νεαρή ηλικία, αρχικά ο Κίμωνας είχε αποκτήσει κακή φήμη στην Αθήνα. Η πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε για να προκαλέσει την εκτίμηση των συμπολιτών του, ήταν κατά τις παραμονές της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα, οπότε έμπρακτα τάχθηκε υπέρ του σχεδίου του Θεμιστοκλή που πρόβλεπε αντιμετώπιση των Περσών στη θάλασσα αντί στη στεριά. Στην ίδια τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Κίμωνας διακρίθηκε για γενναιότητα. Μετά την εξορία του Θεμιστοκλή (470 π.Χ.), οι Αθηναίοι ανέθεσαν στον Κίμωνα και στον Αριστείδη τη διοίκηση και διαχείριση των κοινών. Οι ικανότητές του, πολιτικές αλλά και στρατιωτικές, φάνηκαν κατά την εκστρατεία του, μαζί με τον Αριστείδη και το βασιλιά της Σπάρτης Παυσανία, στη Μικρά Ασία για απελευθέρωση των εκεί ελληνικών πόλεων από τον περσικό ζυγό. Κατά των Περσών αγωνίστηκε και στη Θράκη. Οι επιτυχίες του είχαν σαν αποτέλεσμα να τιμηθεί υπερβολικά από τους Αθηναίους, που έκριναν ότι τώρα οι Πέρσες δεν αποκρούονταν μόνο στην Ελλάδα αλλά καταβάλλονταν και σε εκστρατείες κατ' αυτών.
Στη συνέχεια ο Κίμωνας νίκησε τους Δόλοπες πειρατές και τους εκδίωξε από τη Σκύρο, την οποία κατέλαβε. Κατέλαβε επίσης τη Νάξο (467 π.Χ.) ύστερα από μακρά πολιορκία. Στράφηκε ύστερα πάλι κατά των Περσών.
Η σπουδαιότερη στρατιωτική του επιτυχία μπορεί να θεωρηθεί η μάχη στον Ευρυμέδοντα ποταμό (469 π.Χ.) στη διάρκεια της οποίας νίκησε τους Πέρσες οι οποίοι έχασαν οριστικά την επιρροή τους στο Αιγαίο. Η νίκη του αυτή αύξησε το πολιτικό γόητρο των Αθηναίων με αποτέλεσμα και άλλες πόλεις, προπάντων της Μ. Ασίας, να γίνουν μέλη της Συμμαχίας.
Ο Κίμων υπήρξε πρωτεργάτης των διαφόρων πολεμικών επιχειρήσεων της Δηλιακής Συμμαχίας, τις οποίες διεξήγαγε με επιτυχία. Το γεγονός αυτό του εξασφάλισε κύρος και πλούτη και τον κατέστησε αρχηγό του αριστοκρατικού κόμματος των Αθηνών. Το ότι ο ίδιος καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, συνέβαλε στο να εκλεγεί πολλές φορές στο αξίωμα του στρατηγού.
Επειδή η αθηναϊκή πολιτική για την Κύπρο εντασσόταν στα πλαίσια του αγώνα ενάντια στους Πέρσες, ήταν επόμενο ότι οι Αθηναίοι θα προσπαθούσαν να την ελευθερώσουν από τον περσικό ζυγό, αναχαιτίζοντας έτσι την περσική επιρροή. Μετά τη νίκη στον Ευρυμέδοντα, έστειλαν στην Κύπρο 200 πλοία με αρχηγό το Χαριτιμήδη χωρίς όμως επιτυχία όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω. Αργότερα αναλήφθηκε και άλλη προσπάθεια από τον ίδιο τον Κίμωνα. Πράγματι την άνοιξη του 449 π.Χ. στόλος με ισάριθμα, με την προηγούμενη φορά, πλοία απέπλευσε για την Κύπρο με αρχηγό τον Αναξικράτη. Εξήντα από τα πλοία αποσπάστηκαν από το κύριο σώμα του στόλου με προορισμό την Αίγυπτο, για να υποστηρίξουν την ανταρσία του Αμυρταίου στο Δέλτα. Αν κρίνουμε με βάση ότι ακολούθησε, τούτο συνέβαλε στην αποδυνάμωση εκείνων που προορίζονταν για την Κύπρο.
Στην Κύπρο υπήρχαν εγκατεστημένες περσικές φρουρές στη Σαλαμίνα καθώς και στο Μάριον και το Κίτιον, αν κρίνουμε από τις επιχειρήσεις του Κίμωνα, ενώ ο κύριος όγκος των περσικών δυνάμεων στάθμευε στην Κιλικία, με αρχηγό το Μεγάβαζο.
Η επιχείρηση των Αθηναίων με αρχηγό τον Κίμωνα άρχισε από το Μάριον, που βρίσκεται στο πλησιέστερο σημείο από την Ελλάδα, και ήταν η πρώτη πόλη που θα συναντούσαν. Φαίνεται ότι το Μάριον έπεσε εύκολα και, σύμφωνα με νομισματικές μαρτυρίες, ο Κίμωνας αντικατέστησε το Φοίνικα βασιλιά του Σασμά με τον Στασίοικο. Αν μάλιστα κρίνουμε από τις αλλαγές που έγιναν την εποχή αυτή στο παλάτι του Βουνιού, φαίνεται ότι ο Στασίοικος θα επέκτεινε την κυριαρχία του και στους Σόλους.
Στη συνέχεια ο Κίμωνας προχώρησε, παραπλέοντας τα δυτικά και τα νότια παράλια της Κύπρου, προς το Κίτιον, προπύργιο των Περσών και των Φοινίκων στο νησί, που το πολιόρκησε. Όμως στη διάρκεια της πολιορκίας παρουσιάστηκαν μεγάλες δυσκολίες. Οι αθηναϊκές δυνάμεις, σύμφωνα με ορισμένες πηγές υπέφεραν από λιμό ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι έπεσε λοιμός. Ο ίδιος ο Κίμωνας πέθανε αιφνίδια κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Κιτίου πράγμα που σημαίνει ότι η δεύτερη εκδοχή είναι η σωστή.
Όπως ήταν επόμενο, η ξαφνική απώλεια του Κίμωνα ανάγκασε τους Αθηναίους να λύσουν την πολιορκία του Κιτίου και να διακόψουν την όλη εκστρατεία. Πριν φύγουν, ωστόσο, από την Κύπρο για την Αθήνα, δοκίμασαν μια τελευταία επίθεση κατά της Σαλαμίνας κι έδωσαν νικηφόρα μάχη στην ξηρά, ενώ παράλληλα ο στόλος τους κατανίκησε στα ανοιχτά της πόλης τον εχθρικό. Οι δύο αυτές νίκες των δυνάμεων του Κίμωνα στην Κύπρο, λίγο ύστερα από το θάνατο του ιδίου, προκάλεσαν τη γνωστή επιγραμματική φράση ότι ο Αθηναίος στρατηγός και νεκρός ενίκα. Όμως κατά τις επιχειρήσεις στη Σαλαμίνα χάθηκε κι ο Αναξικράτης, ο οποίος είχε αναλάβει την αρχηγία του εκστρατευτικού σώματος των Αθηναίων μετά το θάνατο του Κίμωνα. Αν πιστέψουμε τη μαρτυρία του Ισοκράτη , οι αθηναϊκές απώλειες ήταν τεράστιες και μπορούν να συγκριθούν με τις καταστροφές στη Σικελία, στην Αίγυπτο και στους Αιγός Ποταμούς. Ο Ισοκράτης λέει πως οι Αθηναίοι έχασαν στην Κύπρο 150 τριήρεις! Με την κατάσταση αυτή των πραγμάτων η συνέχεια των επιχειρήσεων στην Κύπρο ήταν μάταιη. Έτσι, με ότι απέμεινε, επέστρεψαν στην Ελλάδα χωρίς την υλοποίηση του αντικειμενικού τους σκοπού. Τα επιφανέστερα θύματα θάφτηκαν στον Κεραμεικό μαζί με τους πιο διάσημους Αθηναίους. Η Κύπρος παρέμεινε και πάλι κάτω από την περσική κυριαρχία, ενώ οι Αθηναίοι με την ειρήνη του Καλλία δεσμεύονταν να μην επιχειρήσουν ξανά παρόμοιο εγχείρημα.
Όπως αναφέρουν οι αρχαίες φιλολογικές πηγές, ο Κίμωνας δεν αντιμετώπισε μόνο τις περσικές δυνάμεις στην Κύπρο, αλλά ενταγμένες σε αυτές, και τις δυνάμεις των Φοινίκων, των Κιλίκων και των Κυπρίων. Ο Θουκυδίδης γράφει ότι η μάχη στη Σαλαμίνα, τόσο στη ξηρά όσο και στη θάλασσα, έγινε μεταξύ Αθηναίων από τη μια μεριά, και Φοινίκων και Κιλίκων από την άλλη. Ο Διόδωρος Σικελιώτης γράφει ότι ο Κίμωνας, ενώ πολιόρκησε το Κίτιον, στη συνέχεια συνήψε ναυμαχία προς δυνάμεις εχθρικές που έρχονταν εναντίον του από την Κιλικία και τη Φοινίκη. Ο Αίλιος Αριστείδης γράφει ότι οι Αθηναίοι δεν έχασαν ευκαιρία που να μη δώσουν δείγματα της ανδρείας τους, πολεμώντας ταυτόχρονα κατά των Φοινίκων, των Κιλίκων και των Κυπρίων.
Επίσης, σύμφωνα με τις αρχαίες φιλολογικές πηγές, ο Κίμωνας δεν εξεστράτευσε μια μόνο φορά στην Κύπρο. Εκτός από τη γνωστή εκστρατεία του 449 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας έχασε τη ζωή του, ήρθε και πιο πριν στο νησί, αμέσως μετά τη λαμπρή του νίκη στον Ευρυμέδοντα ποταμό. Όπως γράφει ο Πολύαινος , μετά τη νίκη στον Ευρυμέδοντα κι αφού αιχμαλώτισε πολλά βαρβαρικά καράβια, έδωσε εντολή στους Έλληνες να επιβιβαστούν σε αυτά, να φορέσουν περσικές στολές και να πλεύσουν κατά της Κύπρου. Οι Κύπριοι, που εξαπατήθηκαν από τη θέα της βαρβαρικής εμφάνισής τους, υποδέχτηκαν τον αθηναϊκό στόλο σαν φιλικό. Έτσι, οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν και νίκησαν τους Κυπρίους. Φυσικά ο Πολύαινος, μιλώντας εδώ για "Κυπρίους", θα εννοεί ασφαλώς τις περσικές και συμμαχικές προς αυτές φρουρές του νησιού.
Για άφιξη του Κίμωνα στην Κύπρο μετά τη νίκη στον Ευρυμέδοντα, μιλά κι ο ιστορικός Αριστόδημος σε διασωθέντα αποσπάσματα έργου του. Ο Διόδωρος Σικελιώτης πάλι αναφέρει ότι το τέχνασμά του να ντύσει τους στρατιώτες του με περσικές στολές, ο Κίμωνας το έκαμε κάπου κοντά στον Ευρυμέδοντα, όπου και κατατρόπωσε τις περσικές φρουρές στην ξηρά, ενώ στη συνέχεια έπλευσε προς την Κύπρο. Ας σημειωθεί ότι στον Ευρυμέδοντα οι Πέρσες ανέμεναν και ναυτική ενίσχυση από την Κύπρο, που όμως δεν έφτασε έγκαιρα επειδή ο Κίμωνας επέσπευσε τη σύγκρουση.
Ο Πλούταρχος, στο βίο του Κίμωνα, γράφει ότι το σώμα του μεταφέρθηκε στην Αττική όπου και τάφηκε. Παρέχει όμως και την πληροφορία ότι ο Αθηναίος στρατηγός τιμήθηκε ιδιαίτερα και σε αυτή την πόλη του Κιτίου, στην Κύπρο, όπου φαίνεται ότι είχε ανεγερθεί κενοτάφιο γι' αυτόν:...Τιμώσι δε και Κιτιείς τάφον τινά Κίμωνος... εν λοιμώ και γης αφορία του Θεού προστάξαντος αυτοίς μη αμελείν Κίμωνος, άλλ' ως κρείττονα σέβεσθαι και γεραίρειν.
Δηλαδή:... Αλλά τιμούν και οι Κιτιείς έναν τάφο του Κίμωνα... επειδή ο θεός τους διέταξε, σε κάποια περίοδο λοιμού και ακαρπίας της γης, να μη παραμελούν τον Κίμωνα αλλά να τον σέβονται και να τον τιμούν σαν ανώτερη ύπαρξη.
Η επιχείρηση, πάντως, με αρχηγό τον Κίμωνα, είχε την ίδια αποτυχία με τις προηγούμενες προσπάθειες. Αμέσως ύστερα, το 449/8 π.Χ., οι Αθηναίοι υπέγραψαν με τους Πέρσες τη γνωστή συνθήκη του Καλλία που τερμάτιζε τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και, μεταξύ άλλων, δέσμευε τους Αθηναίους να μην επαναλάβουν τις επιχειρήσεις τους στην Κύπρο.
Στα σπλάχνα της κυπριακής γης θάφτηκαν, ωστόσο, πολλοί Έλληνες πολεμιστές που έπεσαν στη μάχη, λίπασμα στο δέντρο των άρρηκτων δεσμών της Κύπρου με την Ελλάδα. Ένα από τα σημαντικά εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου είναι μια ανάγλυφη επιτύμβια στήλη από ασβεστόλιθο, Έλληνα πολεμιστή με πλήρη πολεμική εξάρτυση, ενός απ' όσους χάθηκαν κατά τις επιχειρήσεις των μέσων του 5ου π.Χ. αιώνα. Στο πάνω δεξιό άκρο της, απλά αναγράφεται το όνομά του: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΑΡΔΙΑΝΟΣ. Η ανασκαφική δραστηριότητα αποκάλυψε την ταφόπετρα του πολεμιστή αυτού που το όνομά του μας είναι σήμερα γνωστό. Εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες άλλοι, παραμένουν άγνωστοι στρατιώτες των αγώνων εκείνων και πολλών άλλων που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν.
Η επόμενη περίπτωση κατά την οποία μαρτυρείται αθηναϊκή εμπλοκή στις κυπριακές εξελίξεις, αλλά αυτή τη φορά και κυπριακή συμβολή υπέρ των Αθηνών, είναι κατά τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα και τις αρχές του 4ου, δηλαδή κατά τα χρόνια της βασιλείας στην κυπριακή Σαλαμίνα του βασιλιά Ευαγόρα Α', της μεγαλύτερης φυσιογνωμίας στην αρχαία ιστορία της Κύπρου.
Ο Ευαγόρας Α', βασιλιάς της κυπριακής Σαλαμίνας, γεννήθηκε γύρω στο 435 π.Χ. Εξαιτίας της έλλειψης γραπτών πηγών δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το γενεαλογικό του δέντρο, ούτε και τους γονείς του. Ο ίδιος πάντως ισχυρίζεται, σύμφωνα με τον Ισοκράτη , ότι ήταν απόγονος του Τεύκρου και του Αιακού. Ο Τεύκρος, μυθικός οικιστής της Σαλαμίνας στην Κύπρο μετά τα τρωικά, ήταν γιος του Τελαμώνα, βασιλιά του ελληνικού νησιού της Σαλαμίνας, και αδελφός του Ομηρικού ήρωα Αίαντα. Επειδή ο Τεύκρος ήταν, σύμφωνα με την μυθική παράδοση, απόγονος του Αιακού, οι δικοί του απόγονοι στην Σαλαμίνα της Κύπρου, οι Τευκρίδες, ονομάζονταν και Αιακίδες. Ο Ευαγόρας προβάλλοντας τη μυθική καταγωγή του, τόνιζε τους παραδοσιακούς δεσμούς του θρόνου της κυπριακής Σαλαμίνας με την ελληνική Σαλαμίνα και γενικότερα με τον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο πατέρας του διετέλεσε βασιλιάς της Σαλαμίνας αφού γνωρίζουμε ότι οι βασιλιάδες της πόλης χωρίς αμφιβολία θα ήταν φίλοι των Περσών αφού είχαν υπηρετήσει μετά την επανάσταση του Ονήσιλου (499/98 π.Χ.). Είναι γνωστό ότι οι Πέρσες μετά την αποτυχία της είχαν εγκαταστήσει στα κυπριακά βασίλεια φιλοπερσικές δυναστείες ελληνικής ή φοινικικής καταγωγής. Πολύ πιθανόν ο Ευαγόρας να ανήκε σε κάποια αριστοκρατική οικογένεια της Σαλαμίνας που έτρεφε φιλελληνικά αισθήματα και μέσα σε αυτό το κλίμα να ανατράφηκε.
Όταν ο Αβδήμων , Φοίνικας από την Τύρο που κατοικούσε στο Κίτιον, πήρε την εξουσία στην πόλη αυτή και την επέκτεινε στη γειτονική Σαλαμίνα, δολοφονώντας τον, άγνωστο σε μας, προκάτοχό του θα είχε, φαίνεται, καταδιώξει όσους δεν έτρεφαν φιλοπερσικά αισθήματα και δεν ανέχονταν την παρουσία του στο θρόνο της Σαλαμίνας. Ο Ευαγόρας θα ήταν ένας από αυτούς και επειδή κινδύνευε η ζωή του, αναγκάστηκε να καταφύγει, άγνωστο πότε, στους Σόλους της Κιλικίας. Από εκεί άρχισε να προετοιμάζει σχέδιο κατάληψης της εξουσίας στη Σαλαμίνα με σκοπό την αποκατάσταση της δυναστείας των Τευκριδών της οποίας, όπως κιόλας αναφέραμε, ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος.
Με ελάχιστο αριθμό οπαδών, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και Αθηναίοι εθελοντές πέτυχε το 411 π.Χ. να πάρει την εξουσία, μάλιστα αναίμακτα, κάνοντας ξαφνική επίθεση εναντίον του βασιλικού παλατιού και ανατρέποντας τον Αβδήμονα. Δε φαίνεται να προβλήθηκε καμιά αντίσταση από μέρους του πληθυσμού, Ελλήνων και Φοινίκων , πράγμα που σημαίνει ότι και τα δύο αυτά φυλετικά στοιχεία της πόλης δε συμπαθούσαν το Φοίνικα σφετεριστή του θρόνου.
Όπως εύκολα τον δέχτηκαν στη Σαλαμίνα ως βασιλιά, το ίδιο εύκολα τον δέχτηκε και ο Δαρείος Β' , ο τότε Μέγας Βασιλέας των Περσών. Ο Ευαγόρας άλλωστε πλήρωνε, όπως κι οι άλλοι βασιλιάδες στην Κύπρο, το φόρο υποτέλειας, πράγμα που σήμαινε ότι αναγνώριζε έμμεσα την περσική κυριαρχία. Εξάλλου, ο Δαρείος ήταν απασχολημένος με σοβαρότερα προβλήματα που συνέβαιναν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας του αλλά και στον ελληνικό χώρο. Τέτοια προβλήματα ήταν: μηχανορραφίες στο περιβάλλον της Αυλής του, στάσεις από μέρους των σατραπών της Αιγύπτου και της Ιουδαίας, ταραχές στη Μηδία, αλλά και περσικές επεμβάσεις στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα του Πελοποννησιακού πολέμου που συνεχιζόταν αδιάκοπα. Είναι πραγματικά γνωστό ότι ο πόλεμος αυτός εξάντλησε οικονομικά και τους δύο αντιπάλους, κυρίως στην τελευταία του φάση, γι' αυτό και ζητούσαν ενίσχυση από τους Πέρσες. Ο Δαρείος, ανάλογα με την περίπτωση και τα προσωπικά του συμφέροντα, έπαιρνε άλλοτε το μέρος του ενός και άλλοτε το μέρος του άλλου. Έτσι, η κατάληψη του θρόνου της Σαλαμίνας από τον Ευαγόρα θα κρίθηκε από τους Πέρσες σαν μια αλλαγή χωρίς σημασία, αφού υπήρχαν μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα προβλήματα στην αυτοκρατορία τους.
Μόλις ο Ευαγόρας σταθεροποιήθηκε στο θρόνο της Σαλαμίνας, προσπάθησε να υλοποιήσει τους αντικειμενικούς στόχους της πολιτικής του που δεν ήταν άλλοι από τη συνένωση ολόκληρης της Κύπρου σε ένα βασίλειο κάτω από την εξουσία της Σαλαμίνας. Πίστευε πως μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε το νησί να απαλλαγεί από τον περσικό ζυγό. Ταυτόχρονα, προσπάθησε να αναπτύξει οικονομικά τη Σαλαμίνα, να ενισχύσει την άμυνά της και να δημιουργήσει δικό του ισχυρό στόλο. Επειδή αντιλαμβανόταν ότι ήταν αδύνατο να πετύχει μόνος τα φιλόδοξα σχέδιά του, στράφηκε στην αναζήτηση συμμάχων.
Στην αρχή στράφηκε προς την Ελλάδα, ιδιαίτερα την Αθήνα. Ήταν η εποχή που η πόλη αυτή περνούσε από σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση μετά την αποτυχία της εκστρατείας στη Σικελία. Ένα από τα αποτελέσματα της κρίσης αυτής ήταν, όπως ξέρουμε, η στάση των ολιγαρχικών το 411 π.Χ., που προσπάθησαν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Οι Αθηναίοι περισσότερο από κάθε άλλη φορά είχαν ανάγκη από βοήθεια και ο Ευαγόρας θα μπορούσε να τους προσφέρει τουλάχιστον τρόφιμα. Από ένα τιμητικό ψήφισμα του αθηναϊκού Δήμου για τον Ευαγόρα φαίνεται ότι ο Κύπριος βασιλιάς πρόσφερε στους Αθηναίους βοήθεια. Δυστυχώς το πολύτιμο τούτο κείμενο σώθηκε πολύ κατεστραμμένο, πράγμα που δε μας επιτρέπει να εξαγάγουμε σίγουρα συμπεράσματα. Στο πρώτο μέρος αναφέρεται ότι οι Αθηναίοι προσφέρουν τιμές και προνόμια στον Ευαγόρα αλλά επειδή δε σώθηκε το σκεπτικό της απόφασης του Δήμου δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τους πραγματικούς λόγους που του παραχωρήθηκαν οι τιμές. Οι γραμμές 23-24 του ψηφίσματος συμπληρώνονται έτσι:...τας δίκας διδόναι και δέχεσθαι Ευαγόραν κατά τας συμβολάς....
Με τη λέξη συμβολάς το ψήφισμα πιθανόν να κάνει νύξη για κάποια συνθήκη μεταξύ Αθηνών και Ευαγόρα. Οι Ισοκράτης και ο Δημοσθένης που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του ψηφίσματος αυτού, δυστυχώς δεν αναφέρουν λεπτομέρειες. Μήπως θα έπρεπε να παραβάλουμε το ψήφισμα με ένα κείμενο του Ξενοφώντα στο οποίο αναφέρεται ότι το 390 π.Χ. δέκα αθηναϊκά πλοία στάλθηκαν στην Κύπρο με αρχηγό το Φιλοκράτη επί συμμαχίαν τη Ευαγόρα... οι τε γαρ Αθηναίοι φίλω χρώμενοι βασιλεί συμμαχίαν έπεμπον Ευαγόρα πολεμούντι προς βασιλέα;
Δυστυχώς, και στην περίπτωση αυτή, το κείμενο στην κατάσταση που σώθηκε δε μας επιτρέπει να μιλήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα.
Ένα άλλο ενδιαφέρον απόσπασμα του ψηφίσματος αναφέρει το όνομα του Τισσαφέρνη. Ξέρουμε από άλλες πηγές ότι ο γνωστός Αθηναίος Αλκιβιάδης προσπάθησε πολλές φορές, χωρίς επιτυχία, να προσεγγίσει τον Τισσαφέρνη. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο Ευαγόρας, αφού εξακολουθούσε να διατηρεί καλές σχέσεις με την περσική αυτοκρατορία, θα έπαιξε το ρόλο μεσολαβητή γι' αυτήν την προσέγγιση κι οι προσπάθειές του θα απέτυχαν. Άξιζε, ωστόσο, να αναφερθούν σε ένα επίσημο κείμενο όπως ήταν το τιμητικό ψήφισμα.
Μετά την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός ποταμούς, ο Αθηναίος στρατηγός Κόνωνας, πρωταίτιος της καταστροφής, επειδή φοβήθηκε τις συνέπειες αν επέστρεφε στην Αθήνα, ζήτησε καταφύγιο στην Κύπρο κοντά στον Ευαγόρα. Από τότε οι δύο άντρες συνδέθηκαν με σταθερή φιλία και μαζί σκέφτηκαν λύσεις για να βγει η Αθήνα από το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν εξαιτίας του πολέμου, της καταστροφής και της επικράτησης των ολιγαρχικών. Ο Κόνωνας μάλιστα πίστεψε ότι θα ήταν εύκολο να πείσει τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, που ήταν φίλος των Σπαρτιατών, να συμμαχήσει με τον Ευαγόρα και να απομακρυνθεί από τους Σπαρτιάτες. Του πρότειναν έτσι συνοικέσιο με τον Οίκο του Ευαγόρα , αλλά το αρνήθηκε. Όμως δέχτηκε να ματαιώσει την αποστολή τριήρεων στους Σπαρτιάτες που είχε κιόλας εξοπλίσει για το σκοπό αυτό.
Μαζί με τον Κόνωνα είχαν έρθει τότε στην Κύπρο, και βρει θερμή φιλοξενία και βοήθεια από τον Ευαγόρα στη Σαλαμίνα, και αρκετοί άλλοι Αθηναίοι. Αναφέρεται μάλιστα χαρακτηριστικά ότι πολλοί από αυτούς προτιμούσαν να ζήσουν κοντά στον Ευαγόρα, προτιμώντας το δικό του πολίτευμα παρά εκείνο της πατρίδας τους που ήταν, αυτή την εποχή, απολυταρχικό. Κι ακριβώς με τη σημαντική συμβολή του Ευαγόρα ήταν που η δημοκρατία αποκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αυτό το πέτυχε όταν μεσολάβησε, ώστε να ανατεθεί στον Κόνωνα η αρχηγία του περσικού στόλου και πραγματικά ο Φαρνάβαζος του την ανέθεσε. Ο ίδιος ο Φαρνάβαζος μάλιστα είχε επισκεφτεί την Κύπρο και παράγγειλε να του ετοιμάσουν στόλο από 100 τριήρεις δίνοντάς τους και βοήθεια από 500 τάλαντα. Ο Ευαγόρας από την πλευρά του πρόσφερε 40 πλοία καθώς και μισθοφόρους. Έτσι ο Κόνωνας απέπλευσε από την Κύπρο για την Κιλικία έτοιμος για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Όταν ο στόλος βρισκόταν κοντά στην Καύνο ξέσπασε ανταρσία ανάμεσα στους μισθοφόρους επειδή δεν πληρώθηκαν. Αρχηγός των στασιαστών ήταν κάποιος Κύπριος στρατηγός από την Καρπασία. Ο Κόνωνας κατόρθωσε να καταπνίξει τη στάση σκοτώνοντας τους πρωταίτιους. Στη συνέχεια αναχώρησε για τα Σούσα για να διευθετήσει το θέμα των οικονομικών του στόλου. Εκείνο όμως που του επέτρεψε να επανέρθει θριαμβευτής στην Αθήνα, ήταν η νίκη του τον Αύγουστο του 394 π.Χ. όταν συνέτριψε το σπαρτιατικό στόλο με αρχηγό τον Πείσανδρο, έχοντας τη συμμετοχή και συμπαράσταση των Κυπρίων. Εξάλλου έφερε μαζί του και χρήματα για να ξανακτιστούν τα Μακρά Τείχη των Αθηνών, επιτρέποντας έτσι στην πόλη του να ξαναβρεί την ανεξαρτησία της. Οι δύο πρωταγωνιστές, Ευαγόρας και Κόνωνας, τιμήθηκαν με τις μεγαλύτερες τιμές από τους Αθηναίους. Για πρώτη φορά, από την εποχή των Τυραννοκτόνων, στήθηκαν τα αγάλματα και των δύο στην Αγορά.
Επιπρόσθετα, ο Ευαγόρας τιμήθηκε για δεύτερη φορά από τον αθηναϊκό λαό: Το 393/92 με καινούριο τιμητικό ψήφισμα του παραχωρούσαν ακόμη περισσότερα προνόμια. Στην τέταρτη γραμμή του ψηφίσματος, που δυστυχώς πάλι σώθηκε πολύ αλλοιωμένο, αναφέρεται και το όνομα του Κόνωνα, πράγμα που σημαίνει πως οι καινούριες τιμές σχετίζονταν με την υποστήριξη από τον Ευαγόρα των πρωτοβουλιών του Αθηναίου στρατηγού, που εξυπηρέτησαν τόσο πολύ την πόλη του. Αναφέρθηκαν κιόλας οι προσπάθειες του Ευαγόρα να ενοποιήσει το νησί κάτω από την ηγεσία του. Χωρίς να διακόψει τις σχέσεις του με το Μέγα Βασιλέα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες της περσικής αυτοκρατορίας που ήταν αποτέλεσμα εξωτερικών και εσωτερικών ταραχών. Οι ταραχές αυτές εκδηλώνονταν με τάσεις των σατραπών της Μ. Ασίας να ανεξαρτητοποιηθούν, με τη στάση του Αμυρταίου στην Αίγυπτο και την επανάσταση του Κύρου. Γι' αυτό το λόγο θεώρησε, γύρω στο 392/1, πρόσφορη την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή το παλαιό του σχέδιο.
Στην αρχή προσπάθησε να πείσει τις λοιπές κυπριακές πόλεις να τον ακολουθήσουν. Εκείνες που αρνήθηκαν τη συνεργασία, επιχείρησε να τις καταλάβει. Η πιο μεγάλη αντίσταση προβλήθηκε από τις πόλεις Αμαθούντα, Σόλους και Κίτιον. Το 391 μάλιστα οι πόλεις αυτές έστειλαν κήρυκες στο βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη Β', το διάδοχο του Δαρείου, και του ζητούσαν βοήθεια για να μπορέσουν να αντιταχθούν στις πιέσεις του Ευαγόρα. Ο Αρταξέρξης βλέποντας πως μια ενδεχόμενη επιτυχία του Ευαγόρα θα σήμαινε γι' αυτόν απώλεια του ελέγχου του νησιού, πρόσταξε τον δυνάστη της Καρίας Εκατόμνω και το σατράπη της Λυδίας Αυτοφραδάτη να επέμβουν στην Κύπρο. Μπροστά στον κίνδυνο αυτό ο Ευαγόρας στράφηκε προς τους φίλους και συμμάχους του Αθηναίους, που, παρόλες τις οικονομικές τους δυσκολίες και τις καλές σχέσεις που διατηρούσαν τώρα με τους Πέρσες του έστειλαν 10 τριήρεις. Τις επάνδρωσε ένας πλούσιος Αθηναίος, ο Αριστοφάνης Νικοδήμου μαζί με άλλους φίλους του. Με αρχηγό το ναύαρχο Φιλοκράτη τα καράβια απέπλευσαν για την Κύπρο. Δεν κατάφεραν όμως να φτάσουν στην Κύπρο, γιατί πιάστηκαν το 390 π.Χ. κοντά στη Ρόδο από το Σπαρτιάτη ναύαρχο Τελευτία. Στο μεταξύ ο Ευαγόρας προσπαθούσε να ενισχύσει τη θέση του και απευθύνθηκε για βοήθεια σε γειτονικές με την Κύπρο χώρες. Πλησίασε τον Άκορι, βασιλιά της Αιγύπτου που και αυτός βρισκόταν σε διάσταση με τους Πέρσες. Το 388 π.Χ. έκανε συμμαχία μαζί του και του παραχώρησε σημαντική βοήθεια. Άλλωστε και οι Αθηναίοι συμμάχησαν το 390/89 με τον Άκορι και πιθανότατα η συμμαχία αυτή να έγινε με τη μεσολάβηση του Ευαγόρα.
Τον ίδιο χρόνο οι Αθηναίοι διέταξαν το Χαβρία να συνδράμει τον Ευαγόρα. Για το σκοπό αυτό μάλιστα διέκοψαν τις νικηφόρες επιχειρήσεις τους εναντίον των Σπαρτιατών και των Αιγινητών κοντά στην Αίγινα. Ο Χαβρίας με 800 πελταστές και 10 τριήρεις στις οποίες προστέθηκαν από την Αθήνα άλλα καράβια και οπλίτες, ξεκίνησε για την Κύπρο. Με τον τρόπο αυτό ο Ευαγόρας θα μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των πόλεων που αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί του και να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του.
Σύμφωνα με το Διόδωρο και το Δημοσθένη σχεδόν ολόκληρο το νησί είχε καταληφτεί από τον Ευαγόρα με την αθηναϊκή συνδρομή. Σύμφωνα μάλιστα με νομισματικές πηγές, πιστεύεται ότι αντικαταστάθηκε ο Φοίνικας βασιλιάς του Κιτίου Μελκιάθωνας από τον Αθηναίο Δημόνικο γιο του Ιππονίκου. Όμως τίποτα δε μας επιτρέπει τουλάχιστον για την ώρα, να είμαστε βέβαιοι για το θέμα αυτό. Οπωσδήποτε το σχέδιο του Ευαγόρα δεν έμελλε να ολοκληρωθεί, γιατί στο μεταξύ στην Ελλάδα δημιουργήθηκε νέα κατάσταση πραγμάτων με τη σύναψη της ειρήνης του Ανταλκίδα το 386 π.Χ.. Ένας από τους όρους της συνθήκης αυτής πρόβλεπε πως οι πόλεις της Μ. Ασίας καθώς και τα νησιά Κλαζομενές και Κύπρος θα εξακολουθούσαν να ανήκουν στην περσική αυτοκρατορία. Έτσι Αρταξέρξης Β' επέβαλε την κυριαρχία του στις ελληνικές πόλεις, που ήταν υποχρεωμένες να τη σεβαστούν.
Η νέα αυτή κατάσταση πραγμάτων ήταν επόμενο ότι θα ήταν μοιραία για τον Ευαγόρα όχι μόνο γιατί στερήθηκε τη βοήθεια των Αθηναίων, αλλά και γιατί ο Μ. Βασιλιάς αφού εξασφάλιζε τα νώτα του στην Ελλάδα, θα μπορούσε ανενόχλητα στο εξής να ασχοληθεί με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στην Κύπρο και την Αίγυπτο. Ο Ευαγόρας τότε βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Ή θα έπρεπε να συνεχίσει μόνος χωρίς την αρωγή των Αθηναίων ή να σταματήσει, πράγμα που θα σήμαινε ότι θα ήταν έτοιμος να υποστεί και τις συνέπειες. Γιατί, όπως ήτον επόμενο, ο Αρταξέρξης δε θα του συγχωρούσε την ανταρσία. Αφού στάθμισε τα πράγματα, έκρινε πως έπρεπε να συνεχίσει, αφού, άλλωστε, η συμμαχία του με τον Άκορι εξακολουθούσε να ισχύει. Εξάλλου και ο Αρταξέρξης αντιμετώπιζε προβλήματα, αφού η απέραντή του αυτοκρατορία βρισκόταν σε αναστάτωση από διάφορες ταραχές. Ύστερα ο σατράπης της Καρίας Εκατόμνως, για λόγους που δε γνωρίζουμε, άλλαξε στάση και υποστήριζε κρυφά τον Ευαγόρα. Επίσης, ο βασιλιάς των Αράβων έστειλε στον Ευαγόρα μισθοφόρους και η Αίγυπτος εξακολουθούσε να αντιστέκεται. Τέλος, οι πληθυσμοί της Λυκίας , της Πισιδίας και της Βάρκης δεν ανέχονταν την εξουσία του Μ. Βασιλέα των Περσών.
Επειδή ο Αρταξέρξης είχε επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις στο μέτωπο της Αιγύπτου, ο Ευαγόρας βρήκε την ευκαιρία, παρά τις μειωμένες δυνάμεις του, να επιτεθεί εναντίον της Φοινίκης και της Κιλικίας που τις κατέλαβε χωρίς δυσκολία. Με τον τρόπο αυτό οι περσικές ναυτικές βάσεις που υπήρχαν κυρίως στην Τύρο έπεσαν στα χέρια του με αποτέλεσμα ο ανεφοδιασμός των περσικών στρατευμάτων στην Αίγυπτο να γίνει πολύ δύσκολος. Εξάλλου, ανεξάρτητα από την πτώση του γοήτρου του Μ. Βασιλέα, μια απευθείας επίθεση εναντίον της Κύπρου, που λογικά θα ξεκινούσε από τη Φοινίκη, ήταν πια αδύνατη.
Η στήλη με το πρώτο τιμητικό ψήφισμα των Αθηναίων για το βασιλιά της Σαλαμίνας Ευαγόρα Α' βρέθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών , δυστυχώς κατεστραμμένη, ώστε δεν είναι δυνατό να αποκατασταθεί ολόκληρο το κείμενο. Μεταξύ άλλων, αναγράφεται: Έδοξεν τη Βουλή και τω δήμω... επειδή Ευαγόρας ο Σαλαμίνιος ανήρ αγαθός εστί και πρόθυμος ποιείν ότι δύναται αγαθόν και ανθ' ων ευεργέτησεν τον δήμον τον Αθηναίων είναι αυτόν Αθηναίον και αυτόν και τους παίδας αυτού και εσγράσθαι αυτόν και ες φατρίαν και δήμον και φυλήν ήντινα αν βούληται ων οι νόμοι λέγουσιν ως ευεργέτην Αθηναίων κοινή τε της πόλεως και ίδια των αφικνουμένων ες Σαλαμίνα...
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων, ο Αρταξέρξης αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την Αίγυπτο και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τον Ευαγόρα. Ο Τιρίβαζος και ο Ορόντης άρχισαν τις αναγκαίες προετοιμασίες στη Φώκαια και την Κύμη. Ο πρώτος διορίστηκε επικεφαλής του περσικού στόλου και ο δεύτερος του στρατού ξηράς με βοηθό του το Γλω.
Πρώτα επιτέθηκαν εναντίον της Κιλικίας που έπεσε εύκολα. Στη συνέχεια, αφού άφησαν πίσω τη Φοινίκη, ξεκίνησαν να επιτεθούν εναντίον της Κύπρου. Όπως αντιλαμβανόμαστε, τώρα η θέση του Ευαγόρα ήταν πολύ δύσκολη. Ήταν υποχρεωμένος να μοιράσει τις πολύ λίγες, σε σχέση με τις περσικές, δυνάμεις του ανάμεσα στην Κύπρο και τη Φοινίκη ή να μην αντιμετωπίσει τους Πέρσες κατά μέτωπο, με άγνωστες όμως συνέπειες για την έκβαση αυτής της τακτικής. Προτίμησε, λοιπόν, να χτυπά με πειρατικά πλοία εκείνα που προμήθευαν με τρόφιμα και άλλες ενισχύσεις τον περσικό στρατό. Στην αρχή το σχέδιο αυτό είχε επιτυχία και οι μισθοφόροι των Περσών από έλλειψη τροφίμων αναγκάστηκαν να επαναστατήσουν δολοφονώντας μάλιστα και μερικούς αρχηγούς τους. Όμως τελικά ο Γλως κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση.
Στο μεταξύ ο Ευαγόρας αύξησε τη δύναμη του στόλου του κατασκευάζοντας καινούρια πλοία. Σε αυτά προστέθηκαν και άλλα 50 που του έστειλε από την Αίγυπτο ο σύμμαχός του Άκορις. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να φέρει κάποια σχετική ισορροπία, αφού τώρα ο στόλος του αριθμούσε 200 πλοία και να αντιμετωπίσει τους Πέρσες σε κανονική μάχη. Πράγματι το 381 π.Χ. αντιμετώπισε τις περσικές δυνάμεις στο Κίτιον. Στην αρχή είχε επιτυχίες, αργότερα, όμως, όταν οι Πέρσες αναδιπλώθηκαν, νίκησαν τον Ευαγόρα σε ναυμαχία που έγινε στα ανοικτά του Κιτίου, καταστρέφοντας το μεγαλύτερο μέρος των πλοίων του. Η καταστροφή αυτή που συνέβη μάλιστα στην αρχή των επιχειρήσεων, τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Σαλαμίνα την οποία, στο μεταξύ, άρχισαν να πολιορκούν οι Πέρσες από στεριά και θάλασσα. Στη διάρκεια της πολιορκίας ο Τιρίβαζος πήγε να συναντήσει το Μ. Βασιλέα, αφήνοντας πιθανότατα, ως αντικαταστάτη του τον Ορόντη. Παράλληλα κι ο Ευαγόρας πήγε προσωπικά στο βασιλιά της Αιγύπτου, για να ζητήσει επιπρόσθετη βοήθεια, αφήνοντας στο γιο του Πνυταγόρα την ευθύνη της διοίκησης των δυνάμεών του. Φαίνεται όμως πως δεν πέτυχε σπουδαία πράγματα, γιατί ο διάδοχος του Άκορι, ο Νεφερίτης Β', αντί να του παραχωρήσει στρατιωτικές ενισχύσεις, του πρόσφερε ένα μηδαμινό ποσό χρημάτων.
Ο Τιρίβαζος στο μεταξύ, επέστρεψε στην Κύπρο με 200 τάλαντα και ανέλαβε πάλι την ευθύνη της πολιορκίας της Σαλαμίνας που γινόταν ολοένα και πιο πιεστική. Ο Ευαγόρας, επιστρέφοντας από την Αίγυπτο, κατάλαβε πως με τις προϋποθέσεις αυτές ήταν ματαιοπονία να συνεχίσει κι επομένως έπρεπε να κάνει υποχωρήσεις.
Έτσι το 380/79 π.Χ. έκλεισε ειρήνη με τους Πέρσες πετυχαίνοντας με τον τρόπο αυτό να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή και ταυτόχρονα να σώσει το γόητρό του. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, ο Ευαγόρας θα παρέμενε κύριος της Σαλαμίνας, πληρώνοντας το φόρο υποτέλειας. Ο Διόδωρος μάλιστα αναφέρει ότι συνέθετο την ειρήνην, ώστε βασιλεύειν Σαλαμίνος και τον ορισμένον διδόναι φόρον κατ' ενιαυτόν και υπακούειν ως βασιλεύς βασιλεί προστάττοντι. Με την ειρήνη αυτή τερματίστηκε ο πόλεμος, που διάρκεσε σχεδόν μια δεκαετία, αλλά τερματίστηκαν επίσης και οι φιλοδοξίες του Ευαγόρα για ενοποίηση της Κύπρου και ανεξαρτητοποίησή της από τους Πέρσες. Το καθεστώς των μικρών βασιλείων θα παρέμενε το ίδιο, με τους Κυπρίους βασιλιάδες στην υπηρεσία των περσικών συμφερόντων.
Ο πόλεμος φαίνεται να εξάντλησε οικονομικά το νησί και η οικονομική κατάσταση της Σαλαμίνας ιδιαίτερα, ήταν κάτι περισσότερο από τραγική. Ένα απόσπασμα του Ισοκράτη μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε: Επειδή η Σαλαμίνα δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στις άλλες πόλεις έξω από την Κύπρο, τούτο είχε ως αποτέλεσμα εκείνους από τους Σαλαμίνιους που τύχαινε να βρίσκονται στο έδαφός τους να τους κατάσχονται τα εμπορεύματα ή να κινδυνεύουν από κατασχέσεις. Εξάλλου και οι κυπριακές πόλεις ήταν εχθρικές, αφού θεωρούσαν τη Σαλαμίνα ως αιτία της κατάστασης που δημιουργήθηκε. Ύστερα και ο Πέρσης βασιλιάς έτρεφε στο βάθος εχθρικά αισθήματα παρόλο που με λόγια έδειχνε πως συμφιλιώθηκε με τον Ευαγόρα.
Οι αντίπαλοι του Ευαγόρα γύρευαν με κάθε μέσο να βρουν τρόπους να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη θέση στην οποία τώρα βρισκόταν. Το 374/73 ο ίδιος κι ένας από τους γιους του, πιθανόν ο Πνυταγόρας δολοφονήθηκαν από ένα ευνούχο του παλατιού.
Ο θάνατος του Ευαγόρα έθεσε τέρμα στα φιλόδοξα σχέδιά του για αποτίναξη του περσικού ζυγού αλλά και στις προσπάθειές του να καταστήσει τη Σαλαμίνα το προπύργιο του Ελληνισμού στην Ανατολή. Δίκαια ο Ευαγόρας μπορεί να θεωρηθεί ως η σπουδαιότερη προσωπικότητα της αρχαίας Κυπριακής Ιστορίας. Διάδοχός του στο θρόνο ήταν ένας άλλος γιος του, ο Νικοκλής, που βασίλεψε στη Σαλαμίνα από το 374/73 μέχρι το 361 π.Χ. Ο Νικοκλής ήταν μια άλλη πολύ σημαντική μορφή της αρχαίας Κυπριακής Ιστορίας. Σπουδασμένος στην Αθήνα κοντά στο μεγάλο ρήτορα Ισοκράτη, ακολούθησε τη φιλελληνική πολιτική του πατέρα του αλλά και διπλωματική προσέγγιση προς τους Πέρσες καθώς και σώφρονα πολιτική οικονομικής ανόρθωσης της Σαλαμίνας. Μάλιστα τρία κείμενα του Ισοκράτη, που απευθύνονται στο Νικοκλή, μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες τόσο γι' αυτόν όσο και για τον πατέρα του Ευαγόρα Α. Τα κείμενα αυτά του Ισοκράτη είναι οι επιστολές:
* Προς Νικοκλέα.
* Νικοκλής ή Κύπριοι.
* Ευαγόρας
http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:O4YVIjPpk7IJ:www.hellenica.de/Griechenland/Zypern/Ges/GR/KyprosPersikoiPolemoi.html+%C4%E9%EF%ED%FD%F3%E9%EF%F2+%CA%E1%F1%E4%E9%E1%ED%FC%F2&cd=7&hl=en&ct=clnk&source=www.google.com
http://geopolitics-gr.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου