Η αθρόα προβολή τουρκικών σήριαλ την τελευταία πενταετία στην ελληνική τηλεόραση είναι ένα γεγονός που έχει συγκεντρώσει τα πυρά αρκετών όσων θίγονται είτε οικονομικά είτε «συνειδησιακά» από αυτό το φαινόμενο. Πόσοι όμως από αυτούς που τώρα κατακρίνουν είναι οι ίδιοι που παρακολουθούσαν ή ακόμη και συμμετείχαν στις γνωστές σαπουνόπερες ελληνικής παραγωγής των μεγάλων καναλιών; Πότε όλοι εκείνοι άσκησαν αυτοκριτική για την κακέκτυπη αντιγραφή δυτικών προτύπων της αγγλόφωνης ή ισπανόφωνης τηλεόρασης;
Αρκεί να παρακολουθήσετε όλους τους θιασώτες ενός νέου τουρκοφαγικού πατριωτισμού και δεν έχετε πάρα να διασκεδάσετε με την ευκολία σύγχυσης του «εθνικού» και του στενά ατομικιστικού συμφέροντος όλων όσων διαμαρτύρονται, αφού το «έγκλημα» έχει προ πολλού συντελεστεί και από τους ίδιους με άλλο τρόπο.
Ξαφνικά, γέμισε ο καλλιτεχνικός κύκλος από γλωσσαμύντορες που υπερασπίζονται δια της τρύπιας τσέπης τους την πολιτισμική κατακρύλα των Νεοελλήνων εξαιτίας των τηλεοπτικών παραγώγων «αλλότριας» προέλευσης. Όλος αυτός ο χώρος, καλλιτεχνών, τηλεκριτικών και άλλων νεόκοπων υπερασπιστών της πατριωτικής τιμής των νεοελλήνων τηλεθεατών αρθρώνουν μια κριτική που δεν στερείται τόσο λογικών επιχειρημάτων όσο νοηματοδοτικής ουσίας.
Πέραν τούτου, η αντίληψη πως η ιδιοκτησία των συγκεκριμένων καναλιών επέλεξε ένα πιο οικονομικό πρόγραμμα για τους δέκτες του κοινού τους, βασίζεται σε ένα οικονομοκεντρικό σκεπτικό που δεν εξηγεί επαρκώς το λόγο για τον οποίο οι τηλεθεατές υποδέχτηκαν με τόση προθυμία αυτό το προϊόν. Η συγκεκριμένη στροφή που σημειώθηκε στις προτιμήσεις του τηλεοπτικού κοινού, όσο και αν το κατακρίνουμε ως απαίδευτο ή «εύκολο», συσχετίζεται με ένα άλλο υπόδειγμα κουλτούρας των τουρκικών σήριαλ το οποίο απωθούσε η δική του τηλεόραση και αγνοεί η αντίστοιχη πιο δυτικότροπη.
Προτού, όμως, αναλύσουμε την ιδιαιτερότητα των τουρκικών σήριαλ, είναι προτιμότερο να αναλογιστούμε ποιά ήταν η ανάλαφρη «ελληνική» τηλεόραση που χάθηκε. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όποτε και απελευθερώθηκε η αγορά των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, είναι σαφής η προτίμηση των πρώτων σε τηλεθέαση ιδιωτικών καναλιών είτε να προβάλουν ξενόγλωσσες ταινίες και σειρές είτε να αντιγράφουν ήδη πετυχημένους κύκλους παραγωγής ανάλαφρης ψυχαγωγίας που εντάσσονται στο περιθώριο της δυτικής μαζικής κουλτούρας, βλ. φωσκολειάδες σαπουνόπερες ελληνικής κοπιάς.
Βεβαίως, υπάρχουν εξαιρέσεις ελληνικών τηλεοπτικών προϊόντων που βρήκαν ανταπόκριση στο ελληνικό κοινό και δεν στερούνται πρωτοτυπίας και ποιότητας. Παρόλα αυτά, η διαχρονική τάση της ελληνικής τηλεόρασης δεν διακρίνεται από τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά και η σημερινή μείωση των «εύπεπτων» ελληνικών παραγωγών συμβαδίζει με μια διάψευση του καταναλωτικού μοντέλου ζωής, το οποίο άρχισε να προτάσσεται ως πολιτισμικός μονόδρομος εξευρωπαϊσμού μας, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90.
Κάπως έτσι και όλα αυτά τα ελληνόφωνα σενάρια των τελευταίων είκοσι ετών που κατέκλυσαν την ελληνική τηλεόραση είχαν ως προϋπόθεση τους μια σχέση ρήξης με όποια πολιτισμική προκείμενη του ελληνικού λαού και αντέταξαν προς αυτήν κυρίως παίγνια αίματος, σπέρματος και κοινωνικής ανέλιξης στο βωμό των οποίων όλα επιτρέπονται. Το νεοελληνικό τηλεοπτικό «όνειρο» ενείχε κάποιας μορφής αξίωση για λύση του δράματος με το αρχικώς αδικημένο να εκθρονίζει τον προγενέστερα κραταιό αντίπαλο του με τα ίδια μέσα που ο τελευταίος προσπορίστηκε για να καταξιωθεί στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας.
Με αλλά λόγια, τόσο οι συγγραφείς όσο και το κοινό τους ήταν και είναι γνήσιοι Νεοέλληνες, χωρίς να φορτίζω αρνητικά εξορισμού έναν τέτοιο όρο προς υπεράσπιση ενός άχρονου και απολλώνιου «Έλληνα». Σε μια περίοδο, που το νεοελληνικό όνειρο άρχισε να ξεφουσκώνει μετά την ελληνική ολυμπιάδα του 2004 και τα δομικά μας όρια για εύκολο πλουτισμό συνάντησαν την διεθνή κρίση του 2008, τότε προκύπτει και ο περιορισμός των ελληνικών τηλεοπτικών παραγωγών ο οποίος συμπίπτει με την εισαγωγή στο νέο-οθωμανικό παραμύθι μιας οικείας Ανατολής.
Αντίστοιχα μοτίβα δυτικών ονειρώξεων μπορεί να βρει κάποιος και στις τουρκικές σειρές, με περισσότερο οξυμένες τις κοινωνικές αντιθέσεις αλλά όχι αποσυνδεδεμένες από τις τομές που διατρέχουν την τουρκική κοινωνία. Η τουρκική τηλεόραση στην διαδικασία εκδυτικισμού της εγκαθίδρυσε μια πιο διαλεκτική σχέση με το ιστορικό και κοινωνικό παρελθόν της τουρκικής κοινωνίας.
Οι Τούρκοι σεναριογράφοι περιγράφουν σαφώς μια κοινωνία που διαπλέκεται ακόμη από την διαπάλη μεταξύ νέου και παλαιού, επαρχίας και αστικών κέντρων, του Ισλάμ και της κοσμικής ζωής, της τιμής ως καθήκοντος και του ερώτα από ελεύθερη βούληση. Σε όλες τις σειρές αυτές είναι ανοιχτή η διαδικασία πολιτισμικής σύγκρουσης μεταξύ του Νεότουρκου με τον Νέο-Οθωμανό, της Κωνσταντινούπολης με την Άγκυρα και τον Ντιγιαρμπακίρ.
Αυτό που κάνει τα τουρκικά σήριαλ να είναι τόσο διαφορετικά δεν είναι ένα καλύτερο κάστινγκ, μια αρτιότερη παράγωγη αλλά ο πλούτος των θεμάτων που συνταιριάζουν τόσο την ατομική όσο και συλλογική αφήγηση των πρωταγωνιστών τους. Εν προκειμένω, ο μίτος των τουρκικών σεναρίων ξετυλίγεται με απώτερο σκοπό ένα μέλλον με «τέλος» που δεν εγκαθιδρύεται τόσο στην βάση του πλούτου και της ηδονής αλλά της τιμής και η τάξης. ( Το χαρέμι από αγόρια που είχε ο Σουλεϊμάν ! Για δε το δείχνουν; και Τζαριγέ, Καλφά, Χαλβέτ, Λαλάς, Χαρέμι κι άλλα ακαταλαβίστικα επίσης Ο Σουλεϊμάν, το χαρέμι και η ηλιθιοποίηση των νεο-Ελλήνων )
Σε αντίθεση με πιο ατομικιστικά προτάγματα της ελληνικής τηλεόρασης, η τουρκική τηλεόραση αντανακλά μια άλλη κοινωνία από την δική μας που είναι σαφώς πιο συντηρητική πολιτισμικά αλλά πολύ πιο ειλικρινής με τις αντιθέσεις της και τον υβριδικό της χαρακτήρα.
Εν κατακλείδι, οι Ελλαδίτες που παρατηρούν όλη αυτήν την ομορφιά του Βόσπορου μέσα από τους τηλεοπτικούς τους δέκτες σαφώς θέλγονται ασυνείδητα και από ένα τόπο χαμένων πατρίδων ο όποιος ανθεί εν τη απουσία τους με όλες τις αντιφάσεις του, σε αντίθεση με την ξεθωριασμένη εικόνα μιας Αθήνας η όποια ταυτίζεται με όλη την Ελλάδα και πνίγει κάθε φωνή διαφορετικότητας και έμπνευσης.
Η όποια απόδοση αμοραλιστικών προθέσεων σε όσους έγραφαν ή «ονειρεύονταν» τηλεοπτικά κατά τον γκρίζο νεοελληνικό τρόπο θα παρέπεμπε περισσότερο σε μία ηθικιστική προσέγγιση και θα παραγνώριζε τις αντιφατικές πολιτισμικές συγκείμενες του σύγχρονου Ελληνισμού.
Συγκεκριμένα, τα όσα τηλεοπτικά προβάλλονταν σε πολύ μέτρια και ατακαδόρικα νεοελληνικά δεν ήταν πάρα το επιφαινόμενο μια βαθύτερης διαδικασίας εκδυτικισμού που για μας μεταφράστηκε σε ο,τι πιο θυμικό, σκιώδες και λάγνο έχει αναδείξει η δυτική κουλτούρα. Η όποια ενδεχόμενη ελληνόφωνη ανταπάντηση στα τουρκικά σήριαλ δεν μπορεί να δοθεί από εκείνη την ελίτ καλλιτεχνών η οποία συνεχίζει να βυθίζεται σε ένα μαζοχιστικό αυτοοικτιρμό γιατί δεν φύτρωσε εκ του μηδενός στο Βέλγιο και δεν διαβιεί στην Ελβετία…
© Γιώργος Αντωνιάδης
Το αλίευσα από το Αντίφωνο
Πώς η βυζαντινή κοινωνική παθογένεια αναγεννήθηκε κατά την τουρκοκρατία κι επιβιώνει στη σύγχρονη Ελλάδα: Είναι ιστορικά δοκιμασμένη η τακτική των κάθε λογής κατακτητών να μήν εγκαθιδρύουν άμεσα την εξουσία τους, αλλά να χρησιμοποιούν γι’ αυτόν τον σκοπό τον προϋπάρχοντα εξουσιαστικό μηχανισμό, αφού πρώτα τον επανδρώσουν με φίλα προσκείμενους εντόπιους τοποτηρητές. Οι κατακτημένοι υπακούν ευκολότερα στους «δικούς» τους παρά στους ξένους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο π.χ. οι ναζί χρησιμοποίησαν τους διοικητικούς μηχανισμούς (υπουργεία, αστυνομίες κλπ.) των κατακτημένων από αυτούς χωρών, διορίζοντας απλώς κυβερνήσεις-ανδρείκελα σε Γαλλία, Νορβηγία, Ελλάδα κ.α..
Κάτι ανάλογο συνέβη και με την οθωμανική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου. Οι οθωμανοί βασίστηκαν στους υλικοπνευματικούς κυριάρχους του ελλαδικού πληθυσμού, στους ίδιους ακριβώς, οι οποίοι στήριζαν και συνιστούσαν την πρότερη «βυζαντινή» εξουσία. Πρόκειται ουσιαστικά για τις κάστες των ανωτέρων κληρικών της ανατολικής («ορθόδοξης») χριστιανικής εκκλησίας, των οικονομικώς ισχυρών (μεγάλων γαιοκτημόνων, μετέπειτα κοτσαμπασήδων) και των πολιτικών στελεχών ( μετέπειτα φαναριωτών) τής καταλυθείσας πρώην «βυζαντινής» αυτοκρατορίας. ( ΠανΤουρκισμός, Ναζισμός, Μασονία, Τυρκουάζ, Χαλιφάτο και το Λουρί της Μάνας όπως Μουσουλμάνοι ΑυτοΜαστιγώνονται στον Πειραιά, ενώ Έρχεται ο Πόλεμος των πολέμων! )
Οι κάστες αυτές επιβιώνουν ελαφρώς παραλλαγμένες αλλά, εξίσου ισχυρές και στη σημερινή Ελλάδα. Αποτελούν δε, κάστες διότι, συγκεντρώνουν όλα τα χαρακτηριστικά κλειστών, και αποκομμένων από την κοινωνία, ομάδων διατήρησης μακροχρόνια κεκτημένων προνομίων, παρά το ότι δεν βασίζονται αποκλειστικά στους δεσμούς αίματος για την ανανέωσή τους σε έμψυχο δυναμικό.
Οι κάστες αυτές διαπλέκονται σταθερά ως προς τη συμφεροντολογική δράση τους, καθ’ όλη τη διάρκεια του βυζαντινού μεσαίωνα, της τουρκοκρατίας και της νεώτερης Ελλάδας. Η διαπλοκή συνάπτεται ως άτυπη κοινωνική συμφωνία και ολοκληρώνεται μέσα από την αφανή και, γι’ αυτό, πανίσχυρη δομή τού λεγόμενου συναφιού.
Και πλέον αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του αξιακού συστήματος του –εξαγορασμένου και συνένοχου- «μέσου» νεοέλληνα. (Πραγματεία Περί Εθελοδουλίας (Étienne de la Boétie) και
Όλα αυτά, μέσα από ένα πλήρως νομότυπο δίκτυο προσώπων και μηχανισμών («συνάφι») -τού οποίου η εμφανέστερη εκδήλωση είναι μια γενικευμένη υποκρισία- συνθέτουν μια, μοναδική στον κόσμο, περίπτωση «εκσυγχρονισμένης» νεοβυζαντινής κοινωνίας. (S.TP. Βλακοκρατία και Βυζαντινοκρατία στην Νεώτερη Ελλάδα και στον αντίποδα Βασιλεία, Αριστοκρατία, Πολιτεία ειδικά όταν Είκοσι πέντε αρχές «ηθικής» και Όχι Αντίδραση αλλά Ορθή Δράση)
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου