Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Παγγαία ἡ ὑπέρ-ἤπειρος

Γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι δεδομένη ἡ εἰκόνα τοῦ πλανήτη μὲ τὶς σπαρμένες ἠπείρους στὴν ὑδάτινη μάζα τῶν ὠκεανῶν. Ὡστόσο, ὁ πατέρας τῆς θεωρίας τῆς μετατόπισης τῶν ἠπείρων, ὁ γερμανὸς μετωρολόγος Ἄλφρεντ Βέγκνερ, συγκέντρωσε γεωγραφικά, γεωλογικὰ καὶ παλαιοντολογικὰ στοιχεῖα, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα πρὶν ἀπὸ 200 ἑκατομμύρια χρόνια ὅλες οἱ ἤπειροι ἦταν ἑνωμένες σὲ μία ὑπέρ-ἤπειρο, τὴν Πανγαία ἢ «Παγγαία».

Καθὼς ὁ πυθμένας τῶν θαλασσῶν ἁπλώθηκε ἐξαιτίας τεκτονικῶν ἀνακατατάξεων, ἡ Παγγαία διαχωρίστηκε καὶ οἱ ἤπειροι ἄρχισαν νὰ ἀπομακρύνονται μεταξύ τους, παίρνοντας τελικὰ τὴ σημερινή τους θέση. Ἡ ὑπόθεση τοῦ Βέγκνερ ἔμεινε κλειδωμένη στὸ ντουλάπι ὡς τὸ 1968, ὁπότε τὰ ἐμπειρικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀντλήθηκαν ἀπὸ τοὺς πυθμένες τῶν ὠκεανῶν ἀποδυνάμωσαν τὰ παλιὰ γεωλογικὰ μοντέλα καὶ ἡ θεωρία τῆς μετατόπισης τῶν ἠπείρων ἔγινε τὸ κύριο ρεῦμα κατανόησης τῆς γεωλογικῆς δομῆς τῆς Γῆς.

Οἱ διαχωρισμένες ἤπειροι τῆς Παλαιοζωικῆς Ἐποχῆς, χωρισμένες ἀπὸ τὴν ὑπερήπειρο τῆς Ροδινίας, περίπου 650 ἑκατομμύρια, κατὰ τὴ Βένδια περίοδο, ἐπανενώθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Παλαιοζωικῆς γιὰ νὰ σχηματίσουν τὴν Παγγαία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Δεβόνιας καὶ τῆς Λιθανθρακοφόρου περιόδου, πρὶν ἀπὸ 350 ἑκατομμύρια χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ Παγγαία συγκεντρώθηκε ἀπὸ τὴ σύγκρουση τριῶν συγκεκριμένων τμημάτων, τῆς Γκοντγουαναλάνδης, τῆς Λαυρασίας (ὀνομάζεται καὶ Εὐραμερική) καὶ τῆς Σιβηρίας, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Περμο-Λιθανθρακοφόρου ἐποχῆς, δηλαδὴ 350-260 ἑκατομμύρια χρόνια πρίν. Διάφορα μικρότερα τμήματα, εἰδικά της Ν.Α. Ἀσίας, ἦταν τὰ τελευταῖα τῆς συγκέντρωσης.

Στὴν ἀρχικὴ σύγκρουση μεταξὺ τῆς Γκοντουαναλάνδης καὶ τῶν βόρειων ἠπείρων, ἡ Νότια Ἀμερικὴ ἔπεσε πάνω στὴν Κεντρικὴ Ἀμερική. Ἡ σύγχρονη Ἱσπανία καὶ ἡ κεντρικὴ Γαλλία εἶναι κομμάτια τῆς Βενεζουέλας. Ἡ Παγγαία ὁλοκληρώθηκε στὴν Κουνγκούρια ἐποχή, (πρὸς τὸ τέλος τῆς πρώιμης Πέρμιας). Ἡ Γκοντουαναλάνδη μεταφέρθηκε 3.500 χλμ. δυτικὰ σὲ σχέση μὲ τὶς βόρειες μάζες ξηρᾶς, ἕως ὅτου ἡ Ἀφρικὴ συνενώθηκε μὲ τὴ Βόρεια Ἀμερικὴ στὴ Νόρια Ἐποχή, (Ὕστερη Τριάσια), δημιουργώντας τὸ κλασικὸ σχῆμα τῆς Παγγαίας. Ἡ Παγγαία ἔμεινε ἀνέπαφη γιὰ 250-300 ἑκατομμύρια χρόνια, γιὰ νὰ ἁπλωθεῖ καὶ πάλι ἀπὸ τὴν πρώιμη ἕως τὴ μέση Κρητιδική, περίπου πρὶν 130-100 ἑκατομμύρια χρόνια. Ὅμως, γιὰ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἱστορίας της ἡ ὑπερήπειρος ἦταν στὴν πραγματικότητα μία σειρὰ μεγάλων νησιῶν, ποὺ χωρίζονταν μεταξὺ τοὺς ἀπὸ ρηχὲς ἠπειρωτικὲς θάλασσες.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ ὑπερήπειρος δὲ διαχωρίστηκε ἀμέσως, ἀλλὰ μᾶλλον διαιρέθηκε σὲ μικρότερα ἠπειρωτικὰ τμήματα σὲ τρεῖς κύριες φάσεις. Ἡ πρώτη φάση συνέβη στὴ μέση Ἰουράσιο, περίπου πρὶν ἀπὸ 180 ἑκατομμύρια χρὸ νιά. Μετὰ ἀπὸ ἔντονη ἡφαιστειακὴ δραστηριό-τητα κατὰ μῆκος τῆς ἀνατολικῆς ἀκτῆς τῆς Βόρειας Ἀμερικῆς καὶ τῆς Β.Δ. ἀκτῆς τῆς Ἀφρικῆς, ἄνοιξε ὁ Κεντρικὸς Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, καθὼς ἡ Βόρεια Ἀμερικὴ κινήθηκε βορειοδυτικά. Ἀπὸ τούτη τὴν κίνηση δημιουργήθηκε ὁ Κόλπος τοῦ Μεξικοῦ, καθὼς ἡ Βόρεια Ἀμερικὴ μετακινήθηκε ἀπὸ τὴ Νότια. Τὴν ἴδια στιγμὴ στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς Ἀφρικῆς ἐκτεταμένες ἡφαιστειακὲς ἐκρήξεις κατὰ μῆκος τῶν παρυφῶν τῆς Ἄν. Ἀφρικῆς καὶ τῆς Μαδαγασκάρης ἔγιναν ὁ προπομπὸς γιὰ τὸ σχηματισμὸ τοῦ Δ. Ἰνδικοῦ Ὠκεανοῦ.

Εἰκόνα

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεσοζωικῆς Περιόδου ἡ Βόρεια Ἀμερικὴ καὶ ἡ Εὐρασία ἀποτελοῦσαν μία μάζα γῆς, αὐτὴ ποὺ γνωρίζουμε ὡς Λαυρασία. Καθὼς ἄνοιξε ὁ Κεντρικὸς Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ἡ Λαυρασία περισrράφηκε στὴ φορὰ τῶν δεικτῶν τοῦ ρολογιοῦ, στέλνοντας τὴ Βόρεια Ἀμερικὴ βόρεια καὶ τὴν Εὐρασία νότια. Οἱ ξυλάνθρακες ποὺ ἀφθονοῦσαν στὴν ἀνατολικὴ Ἀσία κατὰ τὴν πρώιμη Ἰουράσιο, ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ ἐρήμους καὶ ἀποθέσεις ἅλατος κατὰ τὴν ὕστερη Ἰουράσιο, καθὼς ἡ Ἀσία μετακινεῖτο ἀπὸ τὴν ὑγρὴ εὔκρατη ζώνη στὶς ξηρὲς ὑποτροπικὲς ζῶνες. Αὐτὴ ἡ κυκλικὴ δεξιόστροφη κίνηση τῆς Λαυρασίας ὁδήγησε, ἐπίσης, στὴν ἔμφραξη τῆς Τηθύος, ἑνὸς μεγάλου ὠκεανοῦ σὲ σχῆμα V, ποὺ τελικὰ χώρισε τὴ Λαυρασία ἀπ' τὴ νότια ὑπερήπειρο τῆς Γκοντουαναλάνδης.

Ἡ βιόσφαιρα στὴν Τριάσια Περίοδο

Ὅλες αὐτὲς τὶς τιτανικὲς ἀλλαγὲς ὑποδεικνύουν πὼς ὁ πλανήτης μας εἶναι μία ζωντανὴ ὀντότητα, πάνω στὴν ὁποία τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μείνει στατικό. Τὰ πάντα ἐξελίσσονται, κινοῦνται σὲ μία ἀέναη ἐναλλαγή, ἀναδιαπλάθονται καὶ ἀναμορφώνονται, πιέζοντας τὴ βιόσφαιρα νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ τελειότερες μορφὲς ὕπαρξης, περισσότερο περίπλοκες καὶ ἱκανὲς στὴ συμβιωτικὴ σχέση, μορφὲς ποὺ χτίζουν σταδιακὰ τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς πάνω στὸν πλανήτη. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἱστορία τῆς ζωῆς πάνω στὴ Γῆ, ἡ Τριάσια Περίοδος ἦταν σημαντικὴ γιὰ πολλοὺς λόγους. Ἦταν μία μεταβατικὴ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία πολλὲς παλαιὲς μορφὲς ζωῆς ἔσβησαν καὶ νέες ἐμφανίστηκαν. Οἱ πιὸ σύγχρονες ὁμάδες ἀσπόνδυλων, ἐπίσης, ἐμφανίστηκαν κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, στὶς ὁποῖες περιλαμβάνονται τὰ ἐχινόδερμα (ἀχινοί, ἀστερίες κ.λπ.) καὶ τὰ κοράλια. Στὴν ξηρὰ ἐμφανίστηκαν μικρὰ ζῶα ὅπως οἱ βάτραχοι καὶ οἱ χελῶνες, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ περισσότερα εἴδη τῶν σύγχρονων ἐντόμων.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἴδιας περιόδου, βοηθούμενα πιθανῶς ἀπὸ τὴν καλύτερη προσαρμογή τους σὲ ἄνυδρα περιβάλλοντα, ἐκτοθερμικὰ πλάσματα (ψυχρόαιμα) ὅπως ὁ Ἀρχόσαυρος ἢ «κυρίαρχα ἑρπετά» κατάφεραν νὰ κυριαρχήσουν στὰ ἐνδοθερμικὰ (Θερμόαιμα) πλάσματα, ὅπως οἱ Πελυκόσαυροι ἢ τὰ «θηλαστικοειδὴ ἑρπετά». Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Ἀρχόσαυρους ἀνῆκαν στὴν τάξη τῶν Θηκόδοντων, τῶν Τριλοφόσαυρων καὶ τῶν Ρυγχόσαυρων. Στὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ ἀναπτύχθηκαν οἱ Πρῶτο-δεινόσαυροι καὶ οἱ Προκολοφονίδες, κοντόχοντρες φυτοφάγες σαῦρες. Οἱ ποταμοί, οἱ λίμνες καὶ τὰ ἕλη συγκέντρωναν μεγάλα ἀμφίβια, ὅπως οἱ Τεμνοσπόνδυλοι. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Μαστοδόσαυρος ἔφτανε περίπου τὰ 5 μέτρα μῆκος. Στὶς θάλασσες ἀναπτύχθηκε μία ἄνευ προηγουμένου ποικιλία θαλάσσιων ἑρπετῶν, ὅπως ὁ Ἰχθυόσαυρος, πρόγονος τοῦ δελφινιοῦ, οἱ σαυρόμορφοι Παχυπλευρόσαυροι καὶ Θαλασσόσαυροι, οἱ μακρύλαιμοι Νοτόσαυροι, πρόγονοι τῆς φώκιας, τὰ χελωνοειδῆ Χενόδοντα καὶ οἱ μακρύλαιμοι Πιστόσαυροι.

Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ζῶα ἐλαττώθηκαν σημαντικὰ στὴν ὕστερη Κάρνια, πιθανῶς ἐξαιτίας τῆς πτώσης κομήτη ἢ ἀστεροειδῆ, ἢ ἀκόμη ἐξαιτίας τῆς ἐμφάνισης ἀκραίων καιρικῶν φαινομένων. Νέες μορφὲς ζωῆς ἐξελίχθηκαν στὴ θέση τους, ἢ κυριάρχησαν ξαφνικὰ μετὰ ἀπὸ ἑκατομμύρια χρόνια ἀφάνειας. Σὲ αὐτὲς περιλαμβάνονταν ἀρχοσαυρικοὶ Δεινόσαυροι, Πτερόσαυροι (ἱπτάμενα ἑρπετά) καὶ πρῶτο-κροκόδειλοι. Στὶς Θάλασσες, οἱ Ἰχθυόσαυροι ποὺ ἐπεβίωσαν, συνέχισαν μαζὶ μὲ τοὺς μακρύλαιμους Πλησιόσαυρους. Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου ἐμφανίστηκαν τὰ πρῶτα ἀληθινὰ θηλαστικά, τὰ ὁποία, ὅμως, ἔμειναν στὴν ἀφάνεια μέχρι τὸ τέλος τῆς μεσοζωικῆς ἐποχῆς.


Ἡ χλωρίδα τῆς Τριάσιας Περιόδου

Τὰ μεγάλα Λυκόποδα, οἱ Σφηνοψίδες καὶ οἰγιγάντιες φτέρες, οἱ ὁποῖες ἀναπαράγονταν μὲ σπόρια καὶ ἀπαιτοῦσαν ὑγρὸ περιβάλλον, δὲν τὰ πῆγαν καλὰ στὸ ξηρὸ τριάσιο κλίμα. Σὲ τούτη τὴ χλωρίδα κυρίαρχα ἦταν τὰ ἀειθαλῆ δέντρα (κωνοφόρα καὶ ἄλλα γυμνόσπερμα). Παρόλο ποὺ ὑπῆρχε μία ἑνιαία μάζα γῆς, οἱ βιότοποι τῆς τριάσιας περιόδου ἐναλάσσονταν ἐξαιτίας κλιματικῶν μᾶλλον, παρὰ γεωγραφικῶν παραγόντων, ὅπως εἶναι οἱ ἰσχυροὶ μουσῶνες καὶ τὰ ἀκραία ἐποχικὰ φαινόμενα ποὺ προκαλοῦνταν ἀπὸ τὴ συμμετρικὴ θέση τῆς Παγγαίας γύρω ἀπὸ τὸν ἰσημερινό.

'Ἔτσι, ἔχουμε τὴ βόρεια χλωρίδα τῆς Λαυρασίας καὶ τὴ νότια χλωρίδα τῆς Γκοντουαναλάνδης μὲ ἀρκετὲς μεταξὺ τοὺς ἐπικαλύψεις, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς Ἰνδίας, ὅπου ἡ χλωρίδα τῆς Γκοντουαναλάνδης συνδυάζεται μὲ τὰ τετράποδά της Λαυρασίας. Ὡστόσο, οἱ διαφορὲς στὴ χλωρίδα αὐτῶν τῶν δυὸ ξεχωριστῶν περιοχῶν εἶναι ἐντονότερες ἀπ' ὅ,τι οἱ διαφορὲς στὴν πανίδα. Γιὰ παράδειγμα, στὴν Γοντουαναλάνδη ἡ Πέρμια χλωρίδα τῶν Γλωσσόπτερων ἐξαφανίζεται γιὰ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴ φτέρη (Dicrodium), ἡ ὁποία ἐπιβιώνει σὲ ὅλα τὰ περιβάλλοντα, ἀκόμη καὶ στὶς πλέον ἄνυδρες περιοχές. Ἐδῶ, ἐπίσης, ἐμφανίζονται καὶ ὁρισμένα γυμνόσπερμα τῆς Λαυρασίας καὶ γκίγκο ἢ δίλοβοι. Ἡ χλωρίδα τῆς Λαυρασίας εἶναι ἕνα μίγμα πρωτόγονων κωνοφόρων, μαζὶ μὲ γκίγκο, γυμνόσπερμα καὶ σφηνοψίδες. Τὰ κωνοφόρα της ἔχουν μέτριο ἕως μεγάλο μέγεθος, ἱκανὸ νὰ παράγει σκιά.


Ἡ θάλασσα τῆς Τηθύος

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἴδιας περιόδου μία τροπικὴ Θάλασσα σχηματίστηκε ἀνάμεσα στὶς ὑπέρ-ἤπειρους τῆς Γκοντουαναλάνδης στὸ Νότο καὶ τῆς Λαυρασίας στὸ Βορά. Σὲ τούτη τὴ θάλασσα ποὺ πῆρε τo ὄνομα τῆς Τηθύος ἔγινε μία μοναδικὴ συγκέντρωση θαλάσσιων ἑρπετῶν, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποία ζοῦσαν κοντὰ στὶς ἀκτὲς καὶ τὰ ρηχὰ νερά. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλάσματα ἀνακαλύπτονται στὰ ὑποστρώματα τοῦ ὅρους Σὰν Τζιόρτζιο, δίνοντας μία πολὺ καλὴ ἰδέα γιὰ τὸ τί συνέβαινε στὶς θάλασσες τοῦ πλανήτη πρὶν ἀπὸ 243 ἑκατομμύρια χρόνια περίπου. To παλαιοντολογικὰ εὐρήματά μας δίνουν μία ἰδέα ἀπὸ τὰ κυριότερα εἴδη, τὰ ὁποῖα ἐξαιτίας περιβαλλοντικῶν πιέσεων προτίμησαν τὸ θαλάσσιο περιβάλλον, γιὰ νὰ ἐξελιχθοῦν μὲ τὸν καιρὸ σὲ ἰχθυόμορφα πλάσματα.

Ὁ Ἰχθυόσαυρος Μιξόσαυρος, μὲ μῆκος περίπου ἕνα μέτρο εἶναι ἐκεῖνο τὸ εἶδος ποὺ ξεφεύγει περισσότερο ἀπὸ τὴν κλασικὴ γραμμὴ τῶν θαλάσσιων ἑρπετῶν καὶ μοιάζει στὴν κίνηση καὶ τὴν πιθανὴ συμπεριφορά του μὲ ψάρι. Ὁ Πλακόδους, μὲ δυόμισι μέτρα μῆκος, μοιάζει περισσότερο μὲ μεγάλη σαύρα. 0 Tanystropheus, μὲ μακρύτερο λαιμό, φτάνει περίπου στὸ μῆκος τῶν ἕξι μέτρων, ἐνῶ ὁ σαυροπτέρυγος Παραγναθόσαυρος φτάνει περίπου τὰ τρία μέτρα μῆκος. Ἀνάμεσά τους ἀνακαλύφθηκε καὶ ἕνας ἀμμωνίτης, ποὺ χρησιμοποιοῦσε μελάνι γιὰ νὰ διαφεύγει, ὅπως ὁρισμένα σύγχρονα μαλάκια.

Στὴ πραγματικότητα ἡ Τηθὺς εἶναι ἕνας ἰσημερινὸς ὠκεανός, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ σημερινὴ ὀρεινὴ ἁλυσίδα Ἄλπεις-Ἰμαλάια καὶ σχηματίστηκε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεσοζωικῆς Ἐποχῆς, περίπου 245 ἑκατομμύρια χρόνια πρίν. Οἱ ἠπειρωτικὲς συγκρούσεις ποὺ ἐξαφάνισαν τὴν Τηθύ, δημιούργησαν τὶς ὑψηλὲς ὁροσειρὲς ποὺ γνωρίζουμε σήμερα ὡς Ἄλπεις καὶ Ἰμαλάια. To ὄνομα τῆς συζύγου καὶ ἀδελφῆς τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ πῆρε τὸ 1893 ἀπὸ τὸν αὐστριακὸ γεωλόγο Ἔντουαρτ Σουές, ἂν καὶ ἡ ἀνακάλυψη τῶν στοιχείων ποὺ ὁδήγησαν σὲ τούτη τὴν ἐπιστημονικὴ ὑπόθεση ἀνήκει στὸ γερμανὸ γεωλόγο Μέλχιορ Νόιμαγιερ καὶ στηρίζεται στὸ γεγονὸς τῆς κατανομῆς μεγάλων ἐναποθέσεων ἱζηματογενῶν βράχων ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὶς Ἄλπεις, περνοῦν στὰ Καρπάθια ὅρη, κατόπιν στὴν Τουρκία καὶ τὸ Ἰρᾶν, ὡς τὰ Ἰμαλάια καὶ τὴν Μπούρμα.

Ἡ Μετατόπιση τῶν Ἠπείρων
Ὡς μετατόπιση τῶν Ἠπείρων θὰ μπορούσαμε νὰ καθορίσουμε τὶς μεγάλης κλίμακας ὁριζόντιες κινήσεις τῶν ἠπείρων μέσα στὸ γεωλογικὸ χρόνο. Τούτη ἡ ἰδέα μιᾶς μεγάλης μετατόπισης ἔχει μακρὰ ἱστορία. Παρατηρώντας τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ σχῆμα τῆς ἀκτογραμμῆς τῆς ἀνατολικῆς Ν. Ἀμερικῆς ταίριαζε στὸ σχῆμα τῆς ἀκτογραμμῆς τῆς Δ. Ἀφρικῆς, ὁ γερμανὸς φυσιολόγος Ἀλεξάντερ φὸν Χοῦμπολτ διαμόρφωσε τὸ 1800 τὴ θεωρία ὅτι οἱ ἀκτὲς ποὺ περιβάλλουν τὸν Ἀτλαντικὸ Ὠκεανὸ ἦταν κάποτε ἑνωμένες. Πενήντα χρόνια ἀργότερα ἕνας γάλλος ἐπιστήμονας, ὁ Ἀντόνιο Σνάιντερ-Πελεγκρίνι, ὑπέθεσε πὼς ἡ παρουσία ταυτόσημων ἀπολιθωμάτων φυτῶν στὶς εὐρωπαϊκὲς καὶ ἀμερικανικὲς ἐναποθέσεις ἄνθρακα μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ μόνο ἂν οἱ δυὸ ἤπειροι ἦταν ἀρχικὰ ἑνωμένες. Στὴν ἴδια τροχιὰ κινούμενος, ὁ Φρὰνκ Β. Τέιλορ ἀπὸ τὶς Η.Π.Α. ἐξήγησε τὸ σχηματισμὸ ὁρισμένων ὁροσειρῶν μὲ τὴ θεωρία τῆς σύγκρουσης τῶν ἠπείρων.

Εἰκόνα

Ἡ πρώτη ἀληθινὰ λεπτομερειακὴ καὶ συνεκτικὴ θεωρία γιὰ τὴ μετατόπιση τῶν ἠπείρων προτάθηκε τὸ 1912 ἀπὸ τὸν Ἄλφρενr Βέγκνερ, τὸ γερμανὸ γεωλόγο. To 1937 ὁ Ἀλεξάντρ Λ. Ντὶ Τουά, ἕνας νοτιοαφρικανὸς γεωλόγος, τροποποίησε τὴν ὑπόθεση τοῦ Βέγκνερ προτείνοντας δυὸ ἀρχέγονες ἠπείρους, τὴ Λαυρασία στὸ Βορρᾶ καὶ τὴν Γκοντουαναλάνδη στὸ νότο. Ὡστόσο, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ θεωρία τῆς μετατόπισης τῶν ἠπείρων ἀναζωπυρώθηκε, καθὼς αὐξήθηκε ἡ γνώση μας γιὰ τὸ μαγνητικὸ πεδίο τῆς Γῆς, χάρη στὶς μελέτες τῶν γεωφυσικῶν Στάνλεϊ κ. Ράνκορν, Π.Μ.Σ. Μπλάκετ κ.ἅ. Σιδηρομαγνητικὰ μεταλλεύματα ὅπως ὁ μαγνητίτης, ἀποκτοῦν μόνιμο μαγνητισμό, ὅταν κρυσταλλοποιοῦνται ὡς στοιχεῖα πυριγενῶν λίθων. Ἡ διεύθυνση τοῦ μαγνητικοῦ τους πεδίου εἶναι ἴδια μὲ ἐκείνη τοῦ μαγνητικοῦ πεδίου τῆς Γῆς κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς κρυσταλλοποίησής τους. Σωματίδια μαγνητικῶν ὑλικῶν ποὺ ἀπελευθερώνονται μὲ διάφορους φυσικοὺς τρόπους ἀπὸ τοὺς πυριγενεῖς λίθους ἀναδιατάσσονται σύμφωνα μὲ τὴ διεύθυνση τοῦ μαγνητικοῦ πεδίου τῆς Γῆς καὶ ἐνσωματώνονται σὲ διάφορα ἱζηματογενῆ στρώματα. Οἱ μελέτες τῆς παραμένουσας μαγνήτισης σὲ διαφορετικὰ στρώματα ἔδειξε πὼς μαγνητικοὶ πόλοι ὄιαφορετικων ἐποχῶν σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ κόσμου ἔχουν ἀλλάξει μὲ τo πέρασμα τοῦ χρόνου. Οἱ ἀποκλίσεις τῶν πόλων εἶναι διαφορετικὲς γιὰ κάθε ἤπειρο, ἀλλὰ οἱ τιμὲς τοὺς ἐξηγοῦνται μόνο στὶς βάση τῆς ὑπόθεσης ὅτι οἱ ἤπειροι ἦταν κάποτε ἑνωμένες. Οἱ ἀποκλίσεις γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ τὴ Βόρεια Ἀμερική, γιὰ παράδειγμα, δείχνουν πὼς ἡ τελευταία μετακινήθηκε περίπου 30° Δυτικὰ σὲ σχέση μὲ τὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Τριάσια Περίοδο, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θέση ποὺ εἶχε πρὶν ἀπὸ 245 ἑκατομμύρια χρόνια.

Ἡ αὐξημένη γνώση μας γιὰ τὸ σχηματισμὸ τοῦ ὠκεάνειου πυθμένα καὶ ἡ ἐπακόλουθη διατύπωση τῶν Θεωριῶν τῆς ἐξάπλωσης τοῦ Θαλάσσιου πυθμένα καὶ τῶν τεκτονικῶν πλακῶν, ἰσχυροποίησε ἀκόμη περισσότερο τὴ θεωρία τῆς μετατόπισης τῶν ἠπείρων. Στὴν ἀρχὴ τῆς δεκαετίας τοῦ '60 ὁ ἀμερικανὸς γεωφυσικὸς Χάρι Χ. Χὲς πρότεινε τὴν ὑπόθεση πὼς διαρκῶς δημιουργεῖται νέος ὠκεάνειος φλοιός, ἐξαιτίας τῆς διαρκοῦς ἡφαιστειακῆς δραστηριότητας στὶς μεσωκεάνειες ὁροσειρές. Αὐτὲς τὶς ὠκεάνειες ὁροσειρὲς φανταστεῖτε τὶς ὡς ὑποβρύχια βουνὰ ποὺ ἀκολουθοῦν μία ἑλικοειδῆ πορεία περίπου 60.000 χλμ


Ἡ Θεωρία τῶν Τεκτονικῶν Πλακῶν

Σύμφωνα μὲ τούτη τὴ θεωρία ἡ λιθόσφαιρα, (τὸ ἐξωτερικὸ τμῆμα τῆς στερεᾶς Γῆς), χωρίζεται σὲ μικρὸ ἀριθμὸ πλακῶν ποὺ ἐπιπλέουν καὶ ταξιδεύουν ἀνεξάρτητα πάνω στὸ μανδύα τῆς Γῆς. To μεγαλύτερο μέρος τῆς σεισμικῆς δραστηριότητας τῆς Γῆς συμβαίνει σrα ὅρια αὐτῶν τῶν πλακῶν. Τώρα, ἡ ἐπιφάνεια τῆς Γῆς συντίθεται ἀπὸ δώδεκα περίπου μεγάλες πλάκες καὶ ἀρκετὲς μικρότερες. Μέσα στὰ ὅρια κάθε πλάκας οἱ βράχοι τοῦ γήινου φλοιοῦ κινοῦνται ὡς ἑνιαῖο ἄκαμπτο σῶμα μὲ μικρὴ κάμψη καὶ λίγες ἡφαιστειακὲς ἢ σεισμικὲς ἐκδηλώσεις. Τὰ ὅρια τῶν πλακῶν καθορίζονται ἀπὸ στενὲς ζῶνες, πάνω στὶς ὁποῖες ἐκδηλώνεται τo 80% τῆς ἡφαιστειακῆς καὶ σεισμικῆς δραστηριότητας.

Ἂν καὶ ἡ πλευρικὴ ἔκταση τῶν τεκτονικῶν πλακῶν σήμερα εἶναι καλὰ καθορισμένη, αὐτὸ ποὺ θεωρεῖται ἀβέβαιο εἶναι τὸ πάχος τους. Ὡστόσο, σύμφωνα μὲ ὑπολογισμοὺς ποὺ ἔχουν γίνει, ἡ πλάκα σπάνια ὑπερβαίνει τὰ 145 χλμ

Ἡ Συνειδητοποίηση
Μέσα ἀπὸ ὅλα αὐτά, βέβαια, τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς ἡ Γῆ εἶναι ἕνας ζωντανὸς ὀργανισμὸς ποὺ διαρκῶς ἀνανεώνεται. Ἂν μποροῦσε κανεὶς νὰ κινηματογραφήσει ὅλες αὐτὲς τὶς μετακινήσεις τῶν ἠπείρων καὶ νὰ τὶς προβάλλει κατόπιν μὲ ἐξαιρετικὰ γοργὴ ταχύτητα, σίγουρα τὸ μάτι τοῦ σύγχρονου θεατῆ θὰ κατανοοῦσε πὼς ἔχει νὰ κάνει μὲ μία στοιχειώδη ὀντότητα ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἀκίνητη καὶ παγιωμένη εἶναι. Ἀκίνητη καὶ παγιωμένη τὴν ἀντιλαμβάνεται τὸ μικρό μας μάτι, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ πλανήτη σφαιρικὰ καὶ νὰ τὸν ἀγκαλιάσει συνειδησιακά.

Ὡστόσο, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα νέο εἶδος πάνω στὸ πρόσωπο τῆς Γῆς. Ἕνα νέο εἶδος διαφορετικὸ ἀπὸ To ἄλλα, ἐφοδιασμένο εἴτε μὲ τὴ δημιουργικὴ εἴτε μὲ τὴν καταστροφικὴ ἱκανότητα. Οἱ γνώσεις τοῦ αὐξάνονται τόσο, ὥστε νὰ παρεμβαίνει στὶς λειτουργίες αὐτῆς τῆς σφαίρας ποὺ φιλοξενεῖ τὸ εἶδος του. Προσπαθεῖ νὰ τὴ δαμάσει σύμφωνα μὲ τὴ βούλησή του. Πιθανῶς μπορεῖ νὰ ἐλέγξει διάφορα ἀκραῖα φαινόμενα ξεχωριστά. Ὅμως, σίγουρα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐλέγξει τὴ συνδυασμένη δράση τους. Καλὸ εἶναι, λοιπόν, ἂν ἐπιθυμεῖ νὰ φιλοξενεῖται γιὰ ἀρκετὸ χρόνο πάνω στὸν πλανήτη καὶ νὰ ὁλοκληρώσει τὸν ἐξελικτικό του κύκλο, νὰ μάθει νὰ συνεργάζεται μὲ τὸν πλανήτη καὶ νὰ μὴν τοῦ προκαλεῖ φαγούρα. Διαφορετικά, ἂν ἡ Γῆ κάποια στιγμὴ νιώσει ἕνα τσίμπημα καὶ ἀποφασίσει νὰ ξυστεῖ, τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀποχαιρετήσει ὡς εἶδος τὸν πλανήτη. Θὰ ἤθελα νὰ πιστεύω πὼς αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ θέλουμε, ὅσο ἐγωιστὲς καὶ κοντόφθαλμοι καὶ ἂν εἴμαστε.

Εἰκόνα

Ἡ Γῆ σίγουρα δὲν ἔχει κλείσει τὸν ἐξελικτικό της κύκλο καὶ μὲ βάση τὶς ἐπιστημονικὲς μαρτυρίες φαίνεται πὼς ἀναδιατάξεις συμβαίνουν στὸ φλοιό της. Σὲ ποιὰ ἔκταση θὰ γίνουν ὁρατὲς καὶ αἰσθητὲς αὐτὲς οἱ ἀνακατατάξεις δὲν τὸ γνωρίζουμε ἀκόμη μὲ σαφήνεια, ἀλλὰ σίγουρα ὡς ἀνθρωπότητα ἔχουμε βάλει καὶ ἐμεῖς τὸ χέρι μας στὴν ἐπιτάχυνση κάποιων διαδικασιῶν ποὺ θὰ ἀλλάξουν σημαντικὰ τουλάχιστον τὸ κλίμα μέσα στὸν ἑπόμενο αἰώνα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀφήσουμε τὴ φύση νὰ λειτουργήσει ἀπὸ μόνη της. Ἐκείνη γνωρίζει τὶς ἰδιαίτερες ἀνάγκες τοῦ πλανήτη ὡς συλλογικὴ ὀντότητα, μέσα στὴν ὁποία περιλαμβάνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ νὰ θυμόμαστε πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀκόμα τόσο σοφός, ὅσο καὶ ἡ Φύση.

Κ. Καλογερόπουλος, (MA) in Anthropology

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε επίσης...

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...