«Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ότι γνωρίζω και θέλω ακούσει διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου. Θα υπακούσω δε εις τας εκάστοτε διδομένας μοι διαταγάς». Με αυτόν τον όρκο, λίγοι «ρομαντικοί», ξεκίνησαν τον αγώνα και νίκησαν.
Η Κύπρος, στην μακραίωνη ιστορική της πορεία, γνώρισε πολλούς ξένους δυνάστες. Αποκόπηκε από τον εθνικό κορμό το 1191 μ.Χ. μετά την κατάληψή της από τους Σταυροφόρους της 3ης Σταυροφορίας. Από τότε πέρασε διαδοχικά στην κυριαρχία του οίκου των Λουζινιάν και μετά της Βενετίας. Το 1571 την κατέλαβαν οι Τούρκοι. Το 1878 οι Τούρκοι την παραχώρησαν στους Βρετανούς, με ετήσιο ενοίκιο 92.800 λιρών. Οι Κύπριοι αρχικά είδαν με καλό μάτι την αλλαγή αυτή, θεωρώντας ότι οι Βρετανοί θα επέτρεπαν, εν καιρώ έστω, την ένωσή τους με την Ελλάδα, όπως είχαν πράξει και με τα Επτάνησα. Σε όλη δε τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής οι Έλληνες Κύπριοι δεν έπαψαν ποτέ να αποζητούν την ένωση με την Πατρίδα.
Το 1889 κυπριακή αντιπροσωπεία πήγε στο Λονδίνο και αξίωσε την ένωση με την Ελλάδα. Το 1895 πραγματοποιήθηκαν συλλαλητήρια σε όλο το νησί απαιτώντας την ένωση. Το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου, το 1897, προκάλεσε γενική κινητοποίηση στην Κύπρο και περισσότεροι από 6.000 Κύπριοι έσπευσαν να καταταγούν στον Ελληνικό Στρατό. Κύπριοι πολέμησαν με τον Σμολένσκη στην μάχη του Βελεστίνου, τη μόνη νικηφόρα για τα ελληνικά όπλα στον πόλεμο εκείνο. Νέα συλλαλητήρια έγιναν στο νησί το 1902 και το 1907, πάντα με το ίδιο αίτημα.
Το 1912-13 η έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων αναζωπύρωσε τους πόθους των Κυπρίων. Και τότε νέο κύμα εθελοντών από, την μεγαλόνησο πλημμύρισε την μητέρα Πατρίδα. Ωστόσο οι Βρετανοί όχι μόνο δεν σεβάστηκαν τα αισθήματα των Κυπρίων, αλλά το 1914, προσάρτησαν επίσημα την Κύπρο, ως κτήση του Στέμματος. Η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο πολέμησαν 11.000 Κύπριοι υπέρ της ΑΝΤΑΝΤ, επανέφερε το ζήτημα της ένωσης. Το 1915 η Βρετανία έθεσε το θέμα παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα με τον όρο της εξόδου της χώρας στον πόλεμο υπέρ της ΑΝΤΑΝΤ. Η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε την πρόταση, καθώς οι Βρετανοί ζητούσαν παράλληλα την παραχώρηση από την Ελλάδα στην Βουλγαρία της ευρύτερης περιοχής της Καβάλας. Δηλαδή παραχωρούσαν μια ελληνική περιοχή στην Ελλάδα, στερώντας την από μια άλλη.
Το 1921, με αφορμή τα 100 χρόνια από την επανάσταση του 1821, σε ολόκληρη την Κύπρο ξέσπασαν πάνδημα συλλαλητήρια και διαδηλώσεις, πάντα με το ίδιο αίτημα, την ένωση με την Πατρίδα. Το 1928 νέα συλλαλητήρια συντάραξαν το νησί, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων αγγλικής κατοχής της Κύπρου. Ένα χρόνο μετά κυπριακή αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο, πήγε και πάλι στο Λονδίνο, απαιτώντας την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι Κύπριοι παράλληλα στράφηκαν και προς την ελληνική κυβέρνηση, αναζητώντας υποστήριξη, αλλά έκρουσαν θύρες κλειστές, από την τότε κυβέρνηση του εθνάρχη Βενιζέλου.
Απογοητευμένοι οι Κύπριοι από τους Βρετανούς και την ελληνική κυβέρνηση, αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Με ηγέτη πάντα τον μητροπολίτη Κιτίου, στις 21 Οκτωβρίου 1931, ο λαός της Λευκωσίας εξεγέρθηκε ανοικτά κατά των κατοχικών δυνάμεων. Ακολούθησαν φονικές συγκρούσεις. Οι διαδηλωτές λιθοβόλησαν το κυβερνείο, αλλά η επέμβαση του Βρετανικού Στρατού σάρωσε τους άοπλους Κύπριους, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες πίσω του. Η ελληνική κυβέρνηση και πάλι σιώπησε. Οι δε ηγέτες της εξέγερσης, με πρώτο τον μητροπολίτη Κιτίου, εξορίστηκαν. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, αρνήθηκε να στηρίξει, έστω και φραστικά, την κυπριακή εξέγερση.
Ακολούθησε, μέχρι το 1940 μια περίοδος άγριας καταπίεσης των Κυπρίων, που διακόπηκε από την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε οι Βρετανοί θυμήθηκαν και πάλι τους Κυπρίους και τους απεύθυναν συνεχείς εκκλήσεις να καταταγούν στον Βρετανικό Στρατό και να πολεμήσουν για την «Ελλάδα και την ελευθερία». Τον Μάιο του 1941, μετά και την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ ζήτησαν από τον Τσόρτσιλ να επιτρέψει την εγκατάσταση τους στην Κύπρο και να προχωρήσει στην παραχώρηση του νησιού στην Ελλάδα, ως κίνηση καλής θέλησης. Και πάλι οι Βρετανοί «σύμμαχοι» αρνήθηκαν. Όταν δε έληξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κάποιοι φρόντισαν να κρατήσουν την ρημαγμένη Ελλάδα σε εμπόλεμη κατάσταση. Έτσι δεν ήταν δυνατό να διεκδικήσει την απελευθέρωση των αλύτρωτων εδαφών – Βόρεια Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κύπρος.
Τελικά οι Βρετανοί, όχι εύκολα, απέδωσαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, το 1948. Για την Κύπρο όμως τήρησαν σιγή ιχθύος. Το 1950 η εθναρχούσα Εκκλησία της Κύπρου οργάνωσε παγκύπριο δημοψήφισμα με το ερώτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Εδώ πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Οι Κύπριοι δεν ψήφισαν, ούτε αργότερα πολέμησαν, απλώς και μόνο για να διώξουν τους Βρετανούς από το νησί τους. Όλες τους ενέργειες ήταν στην κατεύθυνση της ένωσης με την μητέρα Ελλάδα. Με το όραμα της ένωσης πέθαναν όλα τα παλικάρια της ΕΟΚΑ και αγωνίστηκαν επί 4 χρόνια χιλιάδες Έλληνες, από τον Μακάριο και τον Γρίβα, μέχρι τον πλέον ταπεινό αγροφύλακα και ξυλοκόπο. Στο δε δημοψήφισμα το 95,7% των Κυπρίων – και των Τουρκοκυπρίων – τάχθηκε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα.
Ο Μακάριος παρέδωσε τους τόμους με τις υπογραφές των Κυπρίων τόσο στη βρετανική, όσο και στην ελληνική, κυβέρνηση και βουλή. Η κυβέρνηση Παπάγου άρχισε να πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά οι Βρετανοί απάντησαν επιδεικτικά ότι στην περίπτωση της Κύπρου δεν μπορούσε να ισχύσει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης! Επίσης, οι Βρετανοί προσπάθησαν να σταματήσουν τις διπλωματικές κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, μέσω ΗΠΑ – τελικά τα διάφορα σχέδια Ανάν δεν ξεπροβάλουν και τόσο τυχαία. Ο δε πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό και του συνέστησε «σύνεση, για την ενότητα της Δύσης και για τη διαφύλαξη του ελληνικού γοήτρου». Μοιραία, οι Έλληνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο η ένοπλη δράση θα έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα. Με την σύμφωνη γνώμη του Παπάγου ιδρύθηκε η ΕΟΚΑ, στις 7 Μαρτίου 1953. Ο όρκος των 12 ιδρυτικών στελεχών δόθηκε στην οδό Ασκληπιού 36, στην Αθήνα, στο σπίτι του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου, Γεράσιμου Κονιδάρη.
«Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ότι γνωρίζω και θέλω ακούσει διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου. Θα υπακούσω δε εις τας εκάστοτε διδομένας μοι διαταγάς». Τα λόγια αυτά πρόφεραν ένας προς ένας οι 12, με το δεξί χέρι ακουμπισμένο στην Καινή Διαθήκη. Η νέα αυτή Φιλική Εταιρεία προετοίμασε τον αγώνα που έμελλε να αρχίσει την 1η Απριλίου 1955. Παράλληλα όμως στην Κύπρο, ιδρύθηκε και η οργάνωση Κ.Α.Ρ.Η. (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες). Τα μέλη της οργάνωσης ταξίδεψαν στην Κρήτη, με έξοδα του τότε αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα. Εκεί εκπαιδεύτηκαν σε τακτικές ανταρτοπολέμου από τους καπετάνιους της κρητικής αντίστασης κατά των Γερμανών, τους Μανώλη και Γιάννη Μπαντουβά. Άλλα μέλη της ίδιας οργάνωσης εκπαιδεύτηκαν στην Αθήνα, σε αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ομάδα αυτή ενσωματώθηκε στην ΕΟΚΑ, με την έναρξη του αγώνα. Η ΕΟΚΑ αποφασίστηκε να έχει πολιτικό αρχηγό τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και στρατιωτικό αρχηγό των συνταγματάρχη Γρίβα. Οι δύο άνδρες σε όλο το διάστημα του αγώνα συνεργάστηκαν στενά και απολύτως επιτυχημένα, όπως κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Μετά την άφιξη του Γρίβα στην Κύπρο, τον Νοέμβριο του 1954, τέθηκαν σε εφαρμογή τα σχέδια δράσης που είχαν ήδη καταρτισθεί από τον Γρίβα και εγκριθεί από τον Μακάριο και την ελλαδική κυβέρνηση. Ωστόσο, ενώ ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε ξεκινήσει, η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε να συμμετάσχει στην τριμερή σύσκεψη Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας για το Κυπριακό. Η Ελλάδα συμμετείχε κατόπιν πιέσεων, αποδεχόμενη όμως de facto, την εμπλοκή της Τουρκίας στην Κύπρο, όπως επιθυμούσαν οι Βρετανοί, πιστοί στην πολιτική τους του «διαίρει και βασίλευε».
Η τριμερής άρχισε στις 29 Αυγούστου και ολοκληρώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου, με την ελληνική πλευρά να εμμένει στην αρχή της αυτοδιάθεσης της Κύπρου, εγγυώμενη μάλιστα στην Βρετανία, ότι σε περίπτωση ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, οι βρετανικές βάσεις στο νησί θα παρέμενα ως είχαν. Οι Βρετανοί όμως, έχοντας την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ, όχι μόνο δεν συμφώνησαν, αλλά επιχείρησαν να βάλουν τους Τούρκους επιδιαιτητές στο πρόβλημα. Μια μέρα πριν τη λήξη δε της τριμερούς συνδιάσκεψης ο τουρκικός όχλος, «αυθόρμητα» κινούμενος πυρπόλησε, λεηλάτησε, κακοποίησε, κατέστρεψε οτιδήποτε ελληνικό στην Πόλη και στη Σμύρνη. Ούτε οι Έλληνες αξιωματικοί του Νατοϊκού στρατηγείου της Σμύρνης δεν γλίτωσαν.
Στη μεγαλόνησο όμως ο αγώνας είχε ανάψει και θα συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, μέχρι την τελική νίκη. Γιατί δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι η ΕΟΚΑ νίκησε. Γονάτισε μια αυτοκρατορία. Την ταπείνωσε. Την εξευτέλισε.
Η ΕΟΚΑ πολέμησε όχι μόνο τους Βρετανούς αποικιοκράτες. Είχε επίσης να αντιμετωπίσει τους Τούρκους, αλλά δυστυχώς και ορισμένους Έλληνες. Οι Βρετανοί ήταν οι φυσικοί αντίπαλοι. Εναντίον τους επικεντρώθηκε η δράση της ΕΟΚΑ. Αυτοί, από την πλευρά τους, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως τρομοκράτες τους μαχητές της ελευθερίας – κάθε ομοιότητα με το σήμερα δεν είναι τυχαία – και να τους αντιμετωπίσουν σαν να έχουν απέναντί τους κοινούς κατάδικους του ποινικού νόμου. Οι κρεμάλες και τα απάνθρωπα βασανιστήρια, στα οποία υπέκυψαν δεκάδες ηρωικοί αγωνιστές, αποτέλεσαν και θα αποτελούν παντοτινό στίγμα για την «πολιτισμένη» Αγγλία. Ιδιαίτερα άσχημη ήταν η κατάσταση όταν κυβερνήτης ανέλαβε ο στρατάρχης Χάρντιγκ. Ο απάνθρωπος αυτός άνδρας ήταν ο εμπνευστής της αγχόνης και δεν δίστασε να επιβάλει το στυγνότερο καθεστώς βίας σε όλο το νησί. Επί των ημερών του διαπράχθηκαν τα πλέον στυγνά εγκλήματα, ακόμα και απέναντι σε παιδιά. Ακόμα και τα μέτρα αυτά όμως δεν μπόρεσαν να τσακίσουν τον πόθο των Ελλήνων για την ελευθερία, για την ιερή ένωση.
Εχθρικά διακείμενοι απέναντι στον αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν επίσης και οι Τουρκοκύπριοι, ή τουλάχιστον η πολιτικής τους ηγεσία, η οποία εξέφραζε την πολιτική της Άγκυρας. Οι Τουρκοκύπριοι συντάχθηκαν με την βρετανική διοίκηση. Πολέμησαν πλάι στους Βρετανούς, δολοφόνησαν Έλληνες πλάι στους Βρετανούς, αξιοποίησαν στο έπακρο τα δικαιώματα που τους παραχώρησαν οι Βρετανοί για να κερδίσουν «πόντους» έναντι της ελληνικής πλειοψηφίας, για όσο διάστημα θα διαρκούσε η βρετανική κατοχή, αλλά και ενόψει της διαγραφόμενης απελευθέρωσης του νησιού, που πληρωνόταν με ελληνικό αίμα.
Το χειρότερο όμως όλων ήταν η αντίδραση της ελληνικής αριστεράς έναντι του αγώνα της ΕΟΚΑ. Στηριγμένη στην γνωστή της ιδεοληψία δεν δίστασε να διαπράξει τρομακτικά ατοπήματα. Από την αρχή του αγώνα οι Βρετανοί επιδίωκαν να ανακαλύψουν ποιος ήταν ο αρχηγός της ΕΟΚΑ. Αυτό που δεν μπορούσαν να μάθουν από χείλη ξένα, το έμαθαν από ελληνικά. Στις 24 Απριλίου 1955, μιλώντας από τον ραδιοφωνικό, σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα», ο τότε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης διέπραξε ένα ακόμα έγκλημα. Κατηγόρησε ανοικτά την δράση της ΕΟΚΑ και αποκάλυψε το όνομα του αρχηγού της, του συνταγματάρχη του Ελληνικού Στρατού, Γεώργιου Γρίβα. Αλλά και για τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο δήλωνε : «Ο συνθηκολόγος και διασπαστής Μακάριος δεν ντράπηκε και στο Μπαντούγκ ακόμα, όπου πήγε να διεκδικήσει τάχα λευτεριά για την Κύπρο, να προσφέρει στρατηγικές βάσεις στους Άγγλους. Πρέπει να ξεσκεπάσουμε τους εθνοπροδότες, κάτω από όποια μάσκα και αν παρουσιάζονται και έτσι να τους απομονώσουμε.
Τον ίδιο ολισθηρό δρόμο ακολούθησε και το κομμουνιστικό κόμμα Κύπρου, το ΑΚΕΛ, τουλάχιστον μέχρι το 1957. Τότε υποχρεώθηκε από τα πράγματα να αναθεωρήσει, θεωρητικά, τις θέσεις περί «τραμπούκων» και «ψευτοδιγενήδων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου