Γράφει ο Σώτος Χρυσαφόπουλος
Ακούμε πάλι από τα μεγάφωνα του Βερολίνου την ίδια φρικαλέα αξίωση: «Θέλουμε την Ευρώπη ενωμένη όπως θεωρούμε εμείς ότι πρέπει αυτή να είναι ενωμένη, εμείς ως ισχυρότεροι όλων, γιατί μας αξίζει τούτο της Γερμανίας πιο πολύ από όσο αξίζει σε κάθε άλλη χώρα!»
Για τρία τέταρτα του αιώνα είχαμε κάνει την καρδιά μας πέτρα, και με λόγια κλειδωμένα είχαμε βαλθεί να φτιάξουμε μιαν Ευρώπη, στην αρχή χωρισμένη σε κράτη βέβαια, με σύνορα μεταξύ τους να τα χωρίζουν το δίχως άλλο, οραματιζόμενοι όμως την ημέρα, όσο μακρινή, που δεν θα υπάρχουν τότε πια τέτοια εμπόδια ανάμεσά μας.
Με το βλέμμα στραμμένο σε εκείνην την ημέρα, γίναμε οι Έλληνες από όλους πιο Ευρωπαϊστές: ριγήσαμε, οι έρημοι, σαν μάθαμε ότι θα μπορούσαμε να πηγαίνουμε στο Παρίσι με την αστυνομική ταυτότητα. Ναι, ομολογουμένως άλλοι από εμάς για το Λούβρο και άλλοι για κάτι ψωροψώνια, όλοι όμως με την αστυνομική ταυτότητα στη μια τσέπη και το ευρώ στην άλλη. Νιώθαμε Ευρωπαίοι με αυτήν την ρημάδα την ταυτότητα. Ξεχάσαμε με τη μία τη λίγδα της γραφειοκρατίας, την αθλιότητα της εξακρίβωσης στοιχείων και όλα τα υπόλοιπα αίσχη, που εκπροσωπούσε αυτή η πλαστικοποίηση της ανθρώπινης υπόστασης, όσο και το σάπιο χρονικό που κηλίδωνε το μητρώο της για δεκάδες μαύρα χρόνια. Μαζί με τούτα προσπεράσαμε και την ακρίβεια που έφερε το Ευρώ, κατάπιαμε αμάσητο που έγινε ξαφνικά το κατοστάρικο χιλιάρικο. Βάρυνε, βλέπετε, στη ζυγαριά μας που ήμασταν Ευρωπαίοι. Ευήθεις και ευαπάτητοι, παρορμητικοί και δοτικοί που είμαστε, αναβλέψαμε και αναθαρρήσαμε· λίγο έλλειψε να πιάσουμε τα όργανα· και να τραγουδήσουμε: Μεγάλο γλέντ’ είναι, ωρέ, γευτείτε όλοι ένα μεζέ απ΄την ωραία θράκα, μεριά του ταύρου που ‘κλεψε την αδελφή του Κάδμου! Κουνώντας το κεφάλι παρηγοριόμασταν στην κάθε απογοήτευση: Θα μάθουν να χορεύουν και τούτοι, λέγαμε, πού θα πάει…
Την ώρα την δύσκολη, όμως, δεν βρήκαμε τον συμπαραστάτη που μας έπρεπε· μας τον στέρησε η Ιστορία. Αυτοί που τώρα κομπάζουν και καμώνονται ότι τάχαμου εκείνοι μας έβαλαν στην Ευρώπη, ανέλπιστο ρουσφέτι και καλά, οι ίδιοι ιταμοί που ανενδοίαστα δείχνουν σήμερα τους άλλους με το δάχτυλο και λένε «να οι κακοί που θα μας διώξουν από την Ευρώπη», ε, αυτοί πάντα μας ήθελαν –και τώρα πρωτίστως μας θέλουν– σκυφτούς και υποχρεωμένους. Λέω «τάχαμου αυτοί που μας έβαλαν στην Ευρώπη», διότι οι ίδιοι δεν πιστεύουν σε αυτήν· και πάντως όχι όπως πιστέψαμε σε αυτήν εμείς. Δεν θέλουν την οραματισμένη Ευρώπη –και δεν την θέλησαν ποτέ, εδώ που τα λέμε. Θέλουν την επιβεβλημένη Ευρώπη, κατά πως την ανακοινώνει, άφρονα ξανά, το μεγάφωνο του Βερολίνου. Βλέπουν εκεί και ακούν από αυτό την Γερμανία την ισχυρή, και λένε από μέσα τους: «Αυτά είναι κράτη!» Γι αυτό και δεν τους ενοχλεί καθόλου που έχουν εξανδραποδιστεί εύκολα οι ίδιοι, πρόθυμοι, έτοιμοι για όλα, χειροπόδαρα δεμένοι από καιρό, παραδομένοι αμαχητί στο όρντινο με τις τευτονικές ορέξεις.
Εξευτελισμένοι ενώπιον της Ιστορίας και ενώπιον ενός λαού με ιστορία, νομίζουν ότι δικαιούνται και βραβείο που έχουν γίνει μαριόνετες, κηρύσσοντας υψαυχώς, χωρίς ντροπή, χωρίς αιδώ ότι σώζουν την Ελλάδα.
Όχι! Δεν σώζουν την Ελλάδα! Την Γερμανία σώζουν! Όχι την ίδια την Γερμανία, όχι· αυτή δεν τους έχει ανάγκη· θα κάνει μόνη της, γι άλλη μια φορά, τον δικό της καταστροφικό κύκλο. Όχι. Σώζουν την Γερμανία που φωλιάζει μέσα τους! Την μύχια Γερμανία της δικής τους μωρής και ανιστόρητης κενοδοξίας. Γι αυτό και τους παραλύει, τους αλαλιάζει κάθε «όχι» που απευθύνεται σε αυτήν. Το ακούν και τους λούζει κρύος ιδρώτας, παθαίνουν σοκ, κλονίζεται συθέμελα η ύπαρξή τους. Οι ίδιοι δεν θα το άρθρωναν ποτέ. Κόμπος ναυτικός, καντηλίτσα σταυρωτή όλος ο λαιμός τους σαν πασχαλιάτικο κουλούρι. Με δέος αντίστοιχο προς το σοκ που τους προκαλεί αυτό το «όχι», με τα μάτια γουρλωμένα, ασκαρδαμυκτί από την κατάπληξη, ακούν το μεγάφωνο του Βερολίνου σαν την φωνή του Πλάστη προς τον Αδάμ. Αλλοίμονο, φαντάζομαι ότι εύχονται με όλη την δύναμη της ψυχής τους να φάει τα μούτρα της η Κύπρος, και στοιχηματίζω ότι το περιμένουν κιόλας με ανυπομονησία, για να ανακουφισθούν και να δηλώσουν: «Δεδικαίωται ο δούλος σου, Κύριε!» Ογκανίζοντας, οι θεομπαίχτες!
Δεν τους αξίζει να λέγονται Έλληνες.
Αν και θα το ήθελαν, δεν τους αξίζει να λέγονται ούτε Γερμανοί. Και δεν τους αξίζει φυσικά να λέγονται Ευρωπαίοι.
Δεν ξέρω αν τους αξίζει καν να λέγονται άνθρωποι.
Από sotosblog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου