Το πολίτευμα της αρχαίας Σπάρτης ήταν «αριστοκρατικό» (ο χαρακτηρισμός αφορά στο πνεύμα/χαρακτήρα και όχι στην κοινωνική προέλευση/καταγωγή). Βασικοί πυλώνες του πολιτεύματος ήταν οι εξής:
α. Γερουσία……απαρτίζετο από είκοσι οκτώ άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών (βασική σύνθεση) ήταν ισόβιας θητείας και σε αυτήν συμμετείχαν επιπλέον και οι εκάστοτε δύο βασιλείς της Σπάρτης (συνολικά τριάντα άτομα). Ως έργο είχε την άσκηση εσωτερικής πολιτικής με ότι αυτό συνεπάγεται (νομοθεσία, εφαρμογή νόμων κ.λ.π).
β. Έφοροι …….ήταν ομάδα πέντε αξιωματούχων που είχε ως στόχο την εποπτεία των βασιλέων και των κατοίκων της πόλης, σε ότι αφορούσε στην τήρηση των παραδόσεων και ειδικότερα τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, τον έλεγχο των κρατικών αξιωματούχων και βασιλέων, την εποπτεία τήρησης των ηθών, καθώς και την εποπτεία άσκησης εξωτερικής πολιτικής και την εφαρμογή των αποφάσεων της Απέλλας.
γ. Απέλλα…….είναι περισσότερο γνωστή ως «συνέλευση των Ομοίων»
και σε αυτήν συμμετείχαν οι άρρενες Σπαρτιάτες οι οποίοι είχαν πολιτικά δικαιώματα (ηλικία των είκοσι ή τριάντα ετών). Ως αποστολή είχε την επιλογή των μελών της Γερουσίας, των Εφόρων, των παιδονόμων και τον ορισμό στρατηγού σε περίοδο πολέμου. Επίσης επεκύρωνε ή ακύρωνε τις αποφάσεις της Γερουσίας, των Βασιλέων και των Εφόρων που αφορούσαν κυρίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, πολέμου, ειρήνης, απελευθέρωσης ειλώτων, κά.
Η Απέλλα σκιαγραφείται ιστορικά ως ένα «σώμα» το οποίο απαρτίζετο από «ανώριμα» πιθανώς αναλφάβητα, άβουλα στελέχη και γενικά αποστολή της ήταν «η τυπική επισφράγιση στις αποφάσεις των Βασιλέων, της Γερουσίας και των Εφόρων. Η εν λόγω άποψη βασίζεται στις περιορισμένες συνταγματικές αρμοδιότητες, την απουσία μυστικής ψηφοφορίας (εγένετο δια βοής) και την παραδοχή ότι οι διαβόητοι στρατιώτες της Σπάρτης «έδιδαν εντολές» στην Απέλλα όπως ακριβώς έκαναν στο πεδίο της μάχης.
Εν πρώτοις θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι καλύτεροι στρατιώτες δεν είναι «οι άβουλοι» που αναμένουν διαταγές, αλλά αυτοί που σκέπτονται, έχουν αυτοπεποίθηση, παίρνουν πρωτοβουλίες και ενεργούν χωρίς – ή ακόμα και ενάντια – στις διαταγές, εφόσον είναι απαραίτητο.
Χαρακτηριστική είναι η περίφημη υπόθεση του Αμομφάρετου, ο οποίος αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές του Παυσανία, την παραμονή της μάχης των Πλαταιών είναι μια εξαιρετική περίπτωση, η οποία όμως αποδεικνύει ότι οι Σπαρτιάτες δεν υπάκουαν πάντα στις εντολές – ούτε καν στο πεδίο της μάχης. Τονίζεται επίσης το γεγονός ότι οι διοικητές στο σπαρτιατικό στρατό δεν απαιτούσαν υπακοή (ο Αμομφάρετος δεν εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ούτε απαλλάχθηκε των καθηκόντων του). Αντίθετα ο Παυσανίας προσπάθησε πρώτα να συνεννοηθεί μαζί του και κατόπιν διέταξε το υπόλοιπο του στρατού να κινηθεί). Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Σπάρτη είχε εμπιστοσύνη στην κρίση των διοικητών της και αποδεικνύεται ότι είχε στείλει επανειλημμένα άνδρες της ως σύμβουλους σε ξένες δυνάμεις, όπως π.χ τον Γύλιππο στις Συρακούσες.
Κατά δεύτερον η Απέλλα είχε πραγματικές εξουσίες, ουσιαστικά περισσότερες από τους βασιλείς. Η Απέλλα επέλεγε τους Εφόρους κάθε χρόνο και τα μέλη της Γερουσίας εφόσον υπήρχαν κενές θέσεις λόγω θανάτου. Ως εκ τούτου, άνδρες με πολιτικές φιλοδοξίες έπρεπε να ασκήσουν πιέσεις και να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία των ψήφων έναντι των αντιπάλων τους. Επίσης βάσει της Μεγάλης ρήτρας (νόμοι Λυκούργου) η Απέλλα είχε “τον τελευταίο λόγο” για τη νομοθεσία. Η Απέλλα ανάγκασε περισσότερους από έναν βασιλιά σε εξορία (π.χ. Κλεομένης Α’, Λεωτυχίδης Β’, Πλειστοάναξ) και είχε τη δυνατότητα να καταδικάσει διοικητές οι οποίοι υπερέβησαν τις εντολές όπως τον Φοιβίδα και τον Παυσανία. Συνεπώς παρά την αδυναμία να νομοθετήσει και τον δημόσιο χαρακτήρα της ψηφοφορίας, η Απέλλα είχε ουσιαστική πολιτική – πολιτειακή δύναμη.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η Απέλλα αποτελείτο κυρίως από άτομα τα οποία είχαν επίγνωση ότι αντιπροσώπευαν το σθένος και τη δύναμη της Σπάρτης. Ένα σώμα το οποίο αποτελείται ως επί το πλείστον από νέους άνδρες σε άριστη φυσική κατάσταση, που έχουν ανατραφεί να θεωρούν τους εαυτούς τους ως την ελίτ της χώρας είναι απίθανο να είναι πειθήνιο όργανο. Οι άνδρες που προορίζονταν να γίνουν αξιωματικοί, ναύαρχοι, δικαστές, διοικητές, πρεσβευτές και στρατιωτικοί σύμβουλοι σε όλο τον κόσμο, γαλουχήθηκαν μέσα από τις τάξεις του στρατού και είχαν μια φωνή στη συνέλευση. Ακόμη και αν κάποιοι πολίτες ήσαν αδιάφοροι για την πολιτική και πρόθυμοι να υπακούσουν σε ότι τους συμβούλευαν, πάντα θα υπήρχαν νέοι έτοιμοι να αμφισβητήσουν τα κακώς κείμενα της εξουσίας. Βέβαια η Απέλλα υπήρξε και «εριστική» όπως καταδεικνύει το παράδειγμα της κατακρήμνισης των Περσών απεσταλμένων του Δαρείου.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν σαφώς ότι οι Σπαρτιάτες πολίτες δεν ήσαν ανόητοι και χειραγωγούμενοι από αξιωματούχους και πολιτικούς ηγέτες, αλλά είχαν αυτοπεποίθηση, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την αίσθηση – συναίσθηση της δύναμής τους και εμπιστοσύνη στις ικανότητές και την κρίση τους. Οι πολίτες της Σπάρτης δεν ήσαν πειθήνια ή άβουλα όργανα, αλλά σκεπτόμενοι και υπεύθυνοι πολίτες – βέβαιοι ότι η φωνή τους στην πολιτική έχει σημασία όπως η αντίστοιχη των πολιτών στην Αθήνα. Οι διαφορές των πολιτευμάτων Αθήνας και Σπάρτης ήσαν πολλές, αλλά η ατομική συνεισφορά – συμμετοχή του Σπαρτιάτη πολίτη στο πλαίσιο του πολιτεύματος ήταν από τις πλέον ουσιαστικές και εποικοδομητικές.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι περισσότεροι αρχαίοι ιστορικοί – φιλόσοφοι θεωρούσαν το πολίτευμα της Σπάρτης ως ιδανικό πολίτευμα (ιδανική πολιτεία). Συγκεκριμένα ο Ξενοφών ο οποίος το θεωρούσε ως τη μοναδική ιδανική πολιτεία, καθώς επίσης ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης μαζί με των Κρητών πολιτεία – Καρχηδονίων πολιτεία.
Αμομφάρετος: Σπαρτιάτης αξιωματικός διοικητής του Πιτανάτη λόχου ο οποίος συμμετείχε μεταξύ άλλων και στην μάχη των Πλαταιών όπου πολέμησε με γενναιότητα.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει κάποιο επεισόδιο που συνέβη λίγο πριν τη μάχη των Πλαταιών. Συγκεκριμένα «ενώ οι Ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις είχαν παραταχθεί και ανέμεναν την έναρξη της μάχης, απεφασίσθη η μετακίνηση ορισμένων τμημάτων για λόγους τακτικής, μεταξύ των οποίων και ο λόχος που διοικούσε ο Αμομφάρετος. Ο Αμομφάρετος αρνήθηκε να ακολουθήσει, θεωρώντας κάτι τέτοιο ως εγκατάλειψη θέσης γεγονός ατιμωτικό για Σπαρτιάτη. Ο αρχιστράτηγος των Ελληνικών δυνάμεων βασιλέας της Σπάρτης Παυσανίας, εξήγησε στον Αμομφάρετο ότι ήταν μία κίνηση ελιγμού. Ο Αμομφάρετος παρέμενε αμετάπειστος και επέμενε πως είναι ταπεινωτικό να εγκαταλείψει τη θέση που έλαβε απέναντι σε «ξένους» (εννοώντας βαρβάρους) και απάντησε χαρακτηριστικά στον Σπαρτιάτη βασιλέα, μετακινώντας ένα βράχο μπροστά στα πόδια του Παυσανία, λέγοντάς του ότι με αυτή την ψήφο ψηφίζει να μείνει στο ίδιο μέρος.
Την επομένη ημέρα ο Παυσανίας δίνει εντολή να κινηθούν όλοι προς τη νέα τοποθεσία (γεγονός που εκπλήσσει τον Αμομφάρετο) ζητώντας τους ταυτόχρονα να διατηρούν οπτική επαφή με τον λόχο του Αμομφαρέτου, ώστε να μην εγκλωβισθεί σε ενδεχόμενη Περσική επίθεση. Ο Αμομφάρετος, βλέποντας τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες να αποχωρούν, αναγκάζεται να διατάξει τους άνδρες του να μετακινηθούν και να ενωθούν με το υπόλοιπο στράτευμα».
Γύλιππος: Σπαρτιάτης στρατηγός ο οποίος έλαβε μέρος στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431 – 404 π.Χ.) κυρίως στην Κάτω Ιταλία και Σικελία βοηθώντας τους Συρακούσιους στον πόλεμο με τους Αθηναίους. Το 414 π.Χ. νίκησε τον αθηναϊκό στόλο στις Συρακούσες. Ανέλαβε να μεταφέρει στη Σπάρτη ποσό 1.500 ταλάντων, αλλά σφετερίστηκε μέρος από αυτών και εξορίστηκε.
Κλεομένης Α’: Βασιλέας της Σπάρτης γιος του Αναξανδρίδη, βασίλευσε από το 520 π.Χ. μέχρι το 491 π.Χ. Ο λαός της Αθήνας εξεγέρθηκε εναντίον του όταν εξεδίωξε τον τύραννο Ιππία και βοήθησε το αριστοκρατικό κόμμα εναντίον του Κλεισθένη. Κατόπιν συμφωνίας έφυγε με το στρατό του στη Σπάρτη, όπου πέτυχε να παραιτηθεί ο Δημάρατος (συμβασιλέας του) δωροδοκώντας το μαντείο των Δελφών. Αυτοκτόνησε το 491 π.Χ.
Λεωτυχίδης Β’: Σπαρτιάτης βασιλέας ο οποίος το 479 π.Χ. από την Αίγινα ως αρχηγός του στόλου έπλευσε στη Μυκάλη, όπου νίκησε τους Πέρσες σε ξηρά και θάλασσα και τιμήθηκε ως ήρωας των Περσικών πολέμων. Μετά από μερικά χρόνια εκστράτευσε εναντίον των Αλευάδων στη Θεσσαλία, οι οποίοι είχαν φανεί φιλικοί προς τους Πέρσες αλλά δεν κατόρθωσε να τους νικήσει. Τότε θεωρήθηκε ύποπτος δωροδοκίας και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά διέφυγε στην Τεγέα όπου και απέθανε.
Πλειστοάναξ: Βασιλέας της Σπάρτης από το γένος των Αγιαδών, υιος του Παυσανία. Διαδέχθηκε τον Πλείσταρχο το 458 π.Χ. Κατηγορήθηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, από αντιπάλους του πως δωροδοκήθηκε από τους Αθηναίους και αναγκάστηκε να αυτοεξορισθεί στην Αρκαδία (446 π.Χ.). Οι Σπαρτιάτες τον ανακάλεσαν, του έδωσαν το αξίωμά του και ως μέλος της φιλειρηνικής μερίδας των Σπαρτιατών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συμφωνία που είναι γνωστή ως «Νικίειος ειρήνη» (συμφωνία μεταξύ Δηλιακής και Πελοποννησιακής συμμαχίας).
Φοιβίδας: Σπαρτιάτης στρατηγός του 4ου αιώνα π.Χ. ο οποίος περνώντας από τη Θήβα επικεφαλής Σπαρτιατικού στρατού με προορισμό την Χαλκιδική και παρακινούμενος από τους ολιγαρχικούς Θηβαίους, κατέλαβε την ακρόπολη Καδμεία, συνέλαβε το Θηβαίο πολέμαρχο Ισμηνία και έγινε αφορμή να συγκρουσθούν μεταξύ τους οι δύο πόλεις Σπάρτη και Θήβα.
Χείλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου