ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΤΗΜΕΡΤΖΗ
«H έρευνα έχει σκοπό να εκμεταλλευθεί την πρόοδο της τεχνολογίας της Γενετικής, να διαγνώσει το DNA των αρχαίων Ελλήνων και να διαπιστώσει την προέλευσή τους, αν ήταν από τον Βορρά, αν ήρθαν από τις στέπες της Ρωσίας ή την Κεντρική Ευρώπη, αν υπάρχει συνέχεια. Κάτι που αμφισβητήθηκε από κάποιους συγγραφείς, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα», λέει στα «NEA» ο καθηγητής Γ. Σταματογιαννόπουλος, ο οποίος βρέθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα με αφορμή την ανακήρυξή του σε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Στην ομάδα συμμετέχουν ο καθηγητής Ιατροδικαστικής κ. Μιχαλοδημητράκης, οι αρχαιολόγοι δόκτορες Αντώνιος Βασιλάκης, Μεταξία Τσιποπούλου, Ελένη Κονσολάκη, η κ. Μαρία Γιαννοπούλου και η δρ Ανθρωπολογίας Μακ Τζορτζ, οι οποίοι συμβάλλουν εις την έρευνα με το απαραίτητο υλικό: δείγματα οστών και κυρίως δόντια, τα οποία παραχωρούνται από τους αρχαιολόγους και εξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες με την έγκριση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Εκεί υφίστανται μια δύσκολη και δαπανηρή επεξεργασία, η οποία είναι δυνατή σήμερα μετά τις προόδους της έρευνας να παίρνει ένα κομμάτι DNA, να το κόβει, να το επανασυνδέει και να το αναπλάθει, μια έρευνα δαπανηρή, αφού η ανάπλαση του γενετικού υλικού ενός δοντιού στοιχίζει πολλές χιλιάδες δολάρια.
Ο κ. Σταματογιαννόπουλος, ο οποίος διευθύνει ένα ερευνητικό εργαστήριο στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιατλ, με δεκάδες ερευνητές σ' αυτούς τους τομείς, βρήκε τον τρόπο να κόψει δρόμο και δαπάνες. Παίρνει τα δείγματα του DNA που σώζονται στα δόντια και τα αναπλάθει, βασιζόμενος στη γενετική μηχανική τεχνολογία. Μέχρι τώρα έχουν αναγνωριστεί συνολικά εκατό δείγματα: 40-50 (από τα 60 που ελήφθησαν) Μινωιτών από την Κρήτη και 20-30 Μυκηναίων. Αυτά όμως αντιπροσωπεύουν περίπου το μισό των δειγμάτων που είναι απαραίτητα για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. «Για ένα τόσο λεπτό θέμα, όπως είναι η καταγωγή των Ελλήνων, η έρευνα πρέπει να βασίζεται σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού», υπογραμμίζει ο καθηγητής.
Πώς ασχοληθήκατε με την Αρχαιολογία;
Για την έρευνα χρησιμοποιείται ο πολφός στο εσωτερικό των δοντιών, γιατί αυτός σώζει αρκετά στοιχεία και γιατί έτσι αποφεύγονται οι επιμολύνσεις, παλιές και νεώτερες, που αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.
H έρευνα στη Μοριακή Αρχαιολογία έχει αρχίσει πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Ένας από τους βασικούς στόχους ήταν να βρει τη σχέση των ανθρώπων με τους Νεάντερταλ, τους προανθρώπους, που έζησαν πριν από 150.000-300.000 χρόνια και πώς ήταν η εξέλιξη. H έρευνα κατέληξε ότι δεν ήταν οι Νεάντερταλ πρόγονοι του ανθρώπου. Μέχρι τώρα έχουν γίνει σποραδικές έρευνες σε ταφικό υλικό της Νεολιθικής Εποχής και της Εποχής του Χαλκού, π.χ. σε τάφους Βάσκων που έζησαν πριν από 5.000 χρόνια. H συστηματική γενικευμένη γενετική έρευνα σ' έναν αρχαίο ανθρώπινο πληθυσμό είναι αυτή που μπορεί να δώσει θετικά συμπεράσματα. Δεν έχει γίνει ακόμα, κι αυτό γιατί είναι πολύ ακριβή και δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την ενίσχυσή της».
Τι γνωρίζουμε από τα μέχρι τώρα πορίσματα της πληθυσμιακής γενετικής σχετικά με την καταγωγή του ανθρώπου;
«Ουσιαστικά ο ανθρώπινος πληθυσμός ξεκίνησε από την Αφρική πριν από 70.000-100.000 χρόνια. Εξαπλώθηκε στη Μέση Ανατολή πριν από 30.000 χρόνια και προς την Ασία πριν από 30.000-40.000 χρόνια».
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και οι προοπτικές;
«Ύστερα από 15-20 χρόνια όλες οι τεχνολογίες της Μοριακής Βιολογίας θα έχουν τελειοποιηθεί τόσο πολύ, που οι παραδοσιακές μέθοδοι της Αρχαιολογίας θα ενισχύονται από τη Μοριακή Αρχαιολογία. Με τη βοήθεια της μοριακής τεχνολογίας οι αρχαιολόγοι θα μπορούν να αναπλάσουν τη σύσταση των αρχαίων πληθυσμών».
Πόσο διάστημα χρειάζεται για να καταλήξετε σε οριστικά συμπεράσματα, αφού εξασφαλίσετε άλλα εκατό δείγματα δοντιών;
«Λίγους μήνες».
Και μετά;
«Προγραμματίζουμε να τελειώσουμε με τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους, και κατόπιν να προχωρήσουμε στους Ίωνες, τους Δωριείς, τους Μακεδόνες».
ΣΤΗ BPETANIA
Δίνουν «πρόσωπα» στους βασιλείς των Μυκηνών
«Είδα το πρόσωπο του Αγαμέμνονα», ισχυριζόταν ο Ερρίκος Σλίμαν, τη στιγμή που ξεσφράγισε, στις ανασκαφές τού 1874-75 στις Μυκήνες, έναν από τους πολύχρυσους τάφους και διέκρινε τη σκιά από την επιδερμίδα νεκρού, που διαλύθηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μετά την επαφή με τον αέρα.
Εκατόν τριάντα χρόνια μετά, η Κέρι Μπράουν, του Τομέα Βιομοριακών Επιστημών στο Ινστιτούτο Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, σε συνεργασία με την επιστημονική Εγκληματολογική Υπηρεσία, αναζητά το DNA των 19 σκελετών που έμειναν, ανδρών, γυναικών και δύο παιδιών, για να λύσει το αίνιγμα των δεκάδων χρυσοφόρων Αχαιών που βρέθηκαν στους έξι λακκοειδείς τάφους. Αν δηλαδή ανήκαν στην ίδια οικογένεια, αν ήταν μια ομάδα άσχετων μεταξύ τους μισθοφόρων πολεμιστών.
H ομάδα ερευνητών έχει ήδη χρησιμοποιήσει τεχνικές Εγκληματολογίας, για να βάλει σάρκα στα αρχαία οστά και να αναζητήσει οικογενειακές ομοιότητες με κάποιον βαθμό επιτυχίας. Δύο ζεύγη έμοιαζαν συγγενείς, ενώ ενδείξεις από τα οστά έδειξαν το φύλο και την ηλικία των νεκρών. Όμως, μόνο το DNA μπορεί να δείξει τη συγγένεια.
Οι ειδικοί έχουν ήδη επεξεργασθεί γενετικό υλικό από ζώα και αρχαίο σκελετικό υλικό. Είναι μια δύσκολη διαδικασία και τα αποτελέσματα δεν είναι πάντοτε αξιόπιστα, αλλά οι ερευνητές έχουν ήδη ανακτήσει το DNA των Μαμούθ, τη διαδοχή των γονιδίων των προανθρώπων Νεάντερταλ και την ταυτότητα των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας των Ρομανόφ, που δολοφονήθηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου