Ο Παυσανίας υπήρξε μεγάλος Έλληνας περιηγητής και γεωγράφος. Γεννήθηκε στη Λυδία 143~176μ.Χ. Έγραψε την «Περιήγηση της Ελλάδος», με πλουσιότατες περιγραφές, που αποτελούν ανεκτίμητο οδηγό των αρχαιολογικών ερευνών και ευρημάτων μέχρι και σήμερα. Ο διακεκριμένος ανθρωπολόγος και εμβριθής μελετητής, Sir James George Frazer (Glasgow 1854-Cambridge 1941), είπε ότι χωρίς τον Παυσανία ένα μεγάλο μέρος των αρχαίων ερειπίων της Ελλάδος θα ήταν ένας λαβύρινθος χωρίς νήμα, ένα αίνιγμα χωρίς λύση (“without him the ruins of Greece would, for the most part, be a labyrinth without a clue, a riddle without an answer”). Πριν από τις περιηγήσεις του στις περιοχές της αρχαίας Ελλάδος, ο Παυσανίας ταξίδεψε πολύ στη Μικρά Ασία, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Μακεδονία, Ήπειρο, όπως και σε περιοχές της Ιταλίας. Ο Παυσανίας περιηγήθηκε στην Ελλάδα κατά την εποχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου. Η περιγραφή στην «Περιήγησή» του έχει την μορφή περιοδείας που αρχίζει από την Αττική και είναι χωρισμένη σε δέκα βιβλία. Το πρώτο βιβλίο φαίνεται πως ολοκληρώθηκε μετά το 143μ.Χ. και πριν το 161μ.Χ. Στο έργο του δεν αναφέρονται γεγονότα μετά το 176. Η αναφορά του σε κάθε μια από τις πόλεις αρχίζει με μια γενική έκθεση στην ιστορία της περιοχής. Η περιγραφική διήγησή του ακολουθεί μια τοπογραφική σειρά. Προβάλει μια φευγαλέα ματιά της καθημερινής ζωής, των τελετουργικών μυσταγωγιών, αναφέρει τα έθιμα των κατοίκων κατά των δεισιδαιμονιών και συχνά μας εισάγει στις παραδόσεις και τη λαογραφία. Τα εξέχοντα έργα τέχνης συνιστούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του. Εμπνευσμένος από την δόξα της αρχαίας Ελλάδος, ο Παυσανίας είναι εξοικειωμένος στις περιγραφές των θρησκευτικών τελετών και της αρχιτεκτονικής της Ολυμπίας και των Δελφών. Στην Αθήνα η περιέργειά του εξάπτεται από τις εικόνες, τις προσωπογραφίες, και τις επιγραφές όπου καταγράφονταν οι νόμοι του Σόλωνα: στην Ακρόπολη, συναρπάζεται από την τελειότητα του μεγάλου φιλντισένιου αγάλματος της Αθηνάς και έξω από την πόλη μας αναφέρει τα μνημεία προς τιμήν των σπουδαίων Αθηναίων, ανδρών πεσόντων σε μάχη. Η ακρίβεια των περιγραφών του έχει αποδειχθεί μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα των αρχαίων κτιρίων σε όλη την Ελλάδα. Τα τοπογραφικά μέρη των έργων του δείχνουν τον θαυμασμό του για τα θαύματα της φύσης, για τους οιωνούς που προαγγέλλουν σεισμούς, παλίρροιες, τις κυκλωμένες από πάγους θάλασσες του Βορρά και τον ήλιο του καταμεσήμερου, που στο θερινό ηλιοστάσιο δεν ρίχνει σκιά πάνω στη γη Συέν του Ασσουάν, στην Αίγυπτο. Με την Αρκαδία ο Παυσανίας ασχολήθηκε διεξοδικότερα παρά για οποιοδήποτε άλλο τόπο της Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένης και της Αττικής), αφιερώνοντας σε αυτήν το 8ο βιβλίο του "Αρκαδικά" και καταγράφοντας ό,τι είδε και άκουσε. Εσωτερική ένδειξη στο βιβλίο επιτρέπει τη χρονολόγησή του στα 174 μ.Χ. Το έργο περιλαμβάνει 54 κεφάλαια και αποτελεί μια πολύτιμη και αστείρευτη ιστορική πηγή και μαρτυρία για την ιστορική διαδρομή της Αρκαδίας, τις παραδόσεις τις λατρείες και τους θρύλους της. Αν και μισοερειπωμένη επί των ημερών του η ορεινή αυτή χώρα, ήταν πλούσια σε ασυνήθεις λατρείες και αρχαίες παραδόσεις. Ο Παυσανίας ένιωσε ευτυχή τον εαυτό του που μπόρεσε να γνωρίσει από κοντά τις παραδόσεις της και μερικές από τις πιο δυσπρόσιτες κώμες της.
Στο βιβλίο του “Αρκαδικά” ο Παυσανίας ρητά σημειώνει πως “επολυπραγμόνησε” στη σπουδή του μυθικού παρελθόντος της Αρκαδίας, ιδίως της διαδοχής των βασιλέων της, όπως την παρουσιάζουν οι ίδιοι οι Αρκάδες. Για τους ιστορικούς χρόνους περιορίζεται ν’ αναφέρει τα “κοινά” όλων των Αρκάδων έργα, κατόπιν περιγράφει διεξοδικά τη χώρα παρουσιάζοντας με επιμέλεια τις τοπικές λατρείες και παραδόσεις. Δεν συνεχίζει, όπως είναι η συνήθειά του, από εκεί όπου είχε διακόψει την περιγραφή στο προηγούμενο βιβλίο (δηλ. από την Πελλήνη και το ιερό της Δήμητρος Μυσίας), αλλά αρχίζει από την κυριότερη πεδιάδα της Αρκαδίας, τη πεδιάδα της Μαντινείας, όπου βρίσκονταν οι σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας, η Τεγέα και η Μαντίνεια. Αναφέρει τρία περάσματα προς την πεδιάδα αυτή από την Αργολίδα: το πρώτο που είναι και το σημερινό, (με τον αμαξιτό δρόμο προς την Τρίπολη και τη σιδηροδρομική γραμμή) είναι των Υσιών (Αχλαδόκαμπου), πάνω από το Παρθένιον όρος. Απ’ αυτό αρχίζει ο Παυσανίας και σ’ αυτό τελειώνει την περιγραφή της Αρκαδίας διατρέχοντας κυκλικά τα ανατολικά, βόρεια, δυτικά και νότια της χώρας, με το όρος Μαίναλο στη μέση...
Στις περιηγήσεις του ο Παυσανίας άφησε τελευταία την Αρκαδία από όλες τις περιοχές της Πελοποννήσου. Σχεδίαζε να ασχοληθεί με αυτή αφού πρώτα συμπληρώσει κυκλικά την περιγραφή όλων των παραλιακών περιοχών (με τη σειρά: της Αργολιδοκορινθίας, της Λακωνίας, της Μεσσηνίας, της Ηλιδας και της Αχαϊας). Η Αρκαδία ήταν τότε μεσογειακή χώρα, χωρίς διέξοδο στη θάλασσα. Την ορεινή αυτή χώρα την περιέγραψε με πολλές διαδρομές αρχίζοντας από την Μαντινική και τελειώνοντας στην Τεγεάτιδα. Στη Μαντινεία έφτασε από το Άργος ακολουθώντας τον ημιονικό δρόμο της Πρίνου. Από εκεί προχώρησε στη Φενεατική και στη Στυμφαλία. Επειτα, προς βορράν, στη Νώνακρι και στη Στύγα, στους Λουσούς και στην Κύναιθα. Από τη Φενεό έπειτα πέρασε στην Κλειτορία και από τον Ορχομενό στις Καφυές, έπειτα από τις οποίες περιέγραψε τις παραδώνιες θέσεις ως την Ψωφίδα. Από εκεί κατευθύνθηκε προς νότον, στην Θέλπουσα, την Ηραία, και την Αλίφειρα και έπειτα ανατολικά, για να καταλήξει, μετά τη Γόρτυνα, στη Μεγαλόπολη. Από τη Μεγαλόπολη μια διαδρομή του, προς βορράν, κατέληξε στο Μεθύδριο, μια δυτικά στη Λυκόσουρα, τη Φιγάλεια και τις Βάσσες και μια ανατολικά στην Τεγέα. Με την περιγραφή της Τεγέας ο Παυσανίας συμπλήρωσε την περιγραφή της Πελοποννήσου.
...Τα "Αρκαδικά" του Παυσανία είναι το διδακτικώτερο βιβλίο του. Αν ήθελε να παρουσιάσει απλώς τις πόλεις της Πελοποννήσου και τα εν εκάστη πόλει αξιολογώτατα ες μνήμην, όπως ο ίδιος, χωρίς να ακριβολογεί λέει, τα Αρκαδικά θα ήταν το συντομώτερο βιβλίο του, όπως πραγματικά το μέρος αυτό έχει τη μικρότερη έκταση στο έργο του Στράβωνα . Η χώρα κατά την εποχή του ήταν ερημωμένη και ερειπωμένη και ο πληθυσμός της είχε ελαττωθεί ακόμα περισσότερο επί Παυσανία. Αυτός όμως είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος από την Αρκαδία, αφού διαπιστώνει ότι τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού της επιζούσαν και ότι η χώρα ήταν ένα πανόραμα τοπικών λατρειών, θρύλων και παραδόσεων. Ο Παυσανίας παρουσιάζει φημισμένα κατάλοιπα του μυθικού ή ιστορικού παρελθόντος της που και η απλή θέα ή μνήμη τους προκαλεί συγκίνηση, ας είναι και φτωχά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα διατηρούμενα στην Τραπεζούντα ίχνη της γιγαντομαχίας ή τα κόκκαλα γίγαντος, η σχεδόν διαλυμένη από την πολυκαιρία δορά του καλυδώνιου κάπρου που φυλάσσονταν στην Τεγέα, οι σκουριασμένες πέδες, με τις οποίες είχαν δεθεί οι αιχμάλωτοι Λακεδαιμόνιοι του Χαριλάου (που τον είχε κάνει βασιλιά στη Σπάρτη ο νομοθέτης Λυκούργος), που εφυλάσσοντο και αυτές στο ναό της Αλέας Αθηνάς, ο αναφερόμενος και από τον Όμηρο τάφος του μυθικού Αρκάδα βασιλιά Αιπύτου που με πολλή περιέργεια ήθελε να δεί ο Παυσανίας. Με το ίδιο ενδιαφέρον περιγράφει φυσικές ιδιομορφίες, όπως τα νερά της Στύγας και τις ορεινές περιοχές με τις καταβόθρες, καθώς και τα ποτάμια που χάνονται στο βάθος της γης και ξαναβγαίνουν σ' άλλο μέρος... |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου