Η χώρα έχει βυθιστεί στη δίνη μιας πρωτοφανούς κρίσης, της χειρότερης μεταπολεμικά. Οι τεράστιες θυσίες των εργαζομένων έχουν ήδη γίνει βορά των κερδοσκόπων. Η ελληνική κυβέρνηση και η Ε.Ε., βάζουν το ΔΝΤ μπροστά, σε ρόλο «κακού μπάτσου», να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» προσπαθώντας να κρύψουν τις ευθύνες τους. Ανακοίνωσαν νέο κύκλο θυσιών και αίματος (δραστικές περικοπές μισθών, συντάξεων, επιδομάτων, νέους φόρους, απελευθέρωση απολύσεων και... έπεται συνέχεια με ξεθεμελίωση ασφαλιστικού, απολύσεις στους ΟΤΑ, ξεπούλημα ό,τι έχει απομείνει από δημόσια περιουσία, πλήρη ασυδοσία αγορών κ.ά.). Πάνω απ’ όλα όμως βάζουν ενέχυρο την εθνική κυριαρχία και τη μετατροπή του «μηχανισμού στήριξης» σε νεοαποικιακό μηχανισμό υποδούλωσης των Ελλήνων.
Το χρέος δεν... ξεχρεώνεται!
Όλα αυτά στο όνομα της αντιμετώπισης των ελλειμμάτων και του χρέους, χωρίς όμως να χτυπούν και τις αιτίες. Ειδικότερα το δημόσιο χρέος από 298,5 δισ. ευρώ (125,7% του ΑΕΠ) το 2009, προβλέπεται να φθάσει 374,6 δισ. ευρώ (167,8%) το 2014, ενώ είναι αμφίβολο αν θα δημιουργηθεί πρωτογενές πλεόνασμα, με την ύφεση, την ανεργία, τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση που φέρουν τα νέα μέτρα.
Στην πραγματικότητα μόνο θεωρητική πιθανότητα υπάρχει για εξόφληση του χρέους (απαιτούνται ρυθμοί ανάπτυξης τουλάχιστον 5% ετησίως για μια εικοσαετία). Ήδη οι δαπάνες εξυπηρέτησης απορρόφησαν το 2009 πάνω από 41 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ ή 75% των δημοσίων εσόδων), ενώ με εκείνες του βραχυπρόθεσμου δανεισμού (Euro-commercial paper) οι συνολικές δαπάνες ανήλθαν σε 77 δισ. ή 32% του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα το διάστημα 2010-2014 θα χρειαστεί συνολικά γύρω στα 420 δισ. ευρώ για εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ ο «μηχανισμός στήριξης» μπορεί με βάση δημοσιεύματα να εξασφαλίσει 45-110 δισ. ευρώ κι αυτά με τοκογλυφικά επιτόκια (5%-6% για τρία χρόνια) και άλλους σκληρούς όρους. Πώς θα προκύψουν τα υπόλοιπα χωρίς πολύ ακριβό δανεισμό, εξαθλίωση εργαζόμενων και ξεπούλημα κυριολεκτικά της χώρας;
Κατ’ αρχήν πολύ σημαντικό είναι ποιος βρίσκεται στην κυβέρνηση και ποια συμφέροντα κατά προτεραιότητα υπερασπίζεται. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι ουσιαστικά σε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους, ο χαρακτήρας της κυβέρνησης είναι καθοριστικός στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν.
Τα σενάρια μπροστά μας είναι τρία. «Ελεγχόμενη χρεωκοπία», «επαναδιαπραγμάτευση χρέους», «μονομερή παύση πληρωμών». Κάθε περίπτωση σηματοδοτεί διαφορετική πολιτική συμπεριφορά και παράγει διαφορετικά οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα, ανάλογα με τον προσανατολισμό επίλυσης του προβλήματος (με όρους κεφαλαίου ή με όρους κοινωνίας).
Η πολιτική της «ελεγχόμενης χρεωκοπίας» προωθείται από Ε.Ε., ΔΝΤ, ελληνική κυβέρνηση και μεγάλα συμφέροντα. Στόχος είναι η Ελλάδα να μην χρεωκοπήσει επίσημα, γιατί σύμφωνα με αξιωματούχους των Βρυξελλών θα ήταν κακή εξέλιξη για το ευρώ. Στο πλαίσιο της «ελεγχόμενης χρεωκοπίας» ίσως γίνει κάποια αναδιάρθρωση χρέους με παράταση χρόνου αποπληρωμής αλλά με επαχθείς όρους. Πρόκειται για το πλέον δυσμενές σενάριο, που εξυπηρετεί τους τραπεζίτες, κερδοσκόπους, πολυεθνικές και «ευρωκράτες».
Από την άλλη το αίτημα «επαναδιαπραγμάτευσης» χωρίς προσφυγή σε μονομερή στάση πληρωμών σηματοδοτεί μια ήπια μορφή διεκδίκησης για ρύθμιση χρέους, με αμφίβολα όμως αποτελέσματα. Εκτός από παράταση του χρόνου αποπληρωμής, θα μπορούσε να απαιτηθεί μείωση επιτοκίων (παλιών και νέων δανείων) σε επίπεδα λίγο πιο πάνω από αυτό που δανείζει η ΕΚΤ τις τράπεζες (π.χ. 1,5%).
Ωστόσο η συγκεκριμένη επιλογή εμπεριέχει δύο αδύνατα σημεία. Πρώτον δεν απαντάει στο πρόβλημα πώς θα εξασφαλιστεί εξυπηρέτησή του χωρίς διαρκεί προγράμματα λιτότητας, ενώ από την άλλη δεν διαθέτει αποφασιστική δύναμη πίεσης στους πιστωτές ώστε να δεχτούν ρύθμιση. Η μόνη ελπιδοφόρα προοπτική θα ήταν μια κυβέρνηση με φιλολαϊκό πρόγραμμα και αποφασιστική στάση διεκδίκησης, με παράλληλη αναζήτηση άλλων πηγών δανεισμού και δημιουργία κοινού μετώπου με χώρες και λαούς του ευρωπαϊκού Νότου.
«Παύση πληρωμών» και προεκτάσεις της
Η τρίτη επιλογή είναι η «μονομερής παύση πληρωμών». Πρόκειται για ριζοσπαστική διεκδίκηση (μη καταβολή τοκοχρεωλυσίων), που εξασφαλίζει οικονομική ανακούφιση στο δημοσιονομικό αδιέξοδο. Τα σκανδαλώδη δάνεια με «τοκογλυφικά» επιτόκια δίνουν ηθικό έρεισμα για μη αποπληρωμή τους. Σε μια τέτοια ενέργεια προχώρησε το Εκουαδόρ το 2008 διαθέτοντας μόνο 10% των συναλλαγματικών του εισπράξεων από εξαγωγές για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Μια τέτοια ενέργεια θα έχει οπωσδήποτε σοβαρές προεκτάσεις στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, στις σχέσεις με την Ε.Ε., καθώς, στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας. Είναι πολύ πιθανόν η ΕΚΤ (διαθέτει το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης ευρώ) να σταματήσει τη διάθεση ευρωνομισμάτων για συναλλαγές, οπότε μοιραία θα οδηγηθούμε στην έκδοση εθνικού νομίσματος.
Η επιστροφή στη δραχμή περιέχει θετικές και αρνητικές πλευρές. Από τη μια δίνει δυνατότητα χάραξης συναλλαγματικής και νομισματικής πολιτικής, απεγκλωβισμού από τις ρυθμίσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και χάραξης ευέλικτης εθνικής οικονομικής πολιτικής. Από την άλλη προκύπτει ζήτημα κατεύθυνσης της συναλλαγματικής πολιτικής και τρόπου αντιμετώπισης του χρέους.
Θεωρητικά στον καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας υπάρχουν οι εξής επιλογές: Υποτίμηση, ανατίμηση ή πρόσδεση δραχμής στο ευρώ. Ξεκινώντας από το τελευταίο, μια πρόσδεση με ίδια ισοτιμία (340,75 δραχμές) δεν θα δημιουργήσει μάλλον πρόβλημα στις συναλλαγές. Κατά καιρούς στο παρελθόν (δεκαετίες ’50 και ’60 και ένα διάστημα στη δεκαετία ’80) υπήρχε σταθερή πρόσδεση δραχμής στο δολάριο, ενώ στον μεσοπόλεμο στη χρυσή λίρα Αγγλίας.
Ωστόσο η μόνιμη πρόσδεση δεν μπορεί να διατηρηθεί και αργά ή γρήγορα θα προκύψει αναπροσαρμογή με βάση την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η περίπτωση ανατίμησης μόνο θεωρητικά αναφέρεται (αν η οικονομία διέθετε υψηλή ανταγωνιστικότητα). Κατά συνέπεια το πιο ρεαλιστικό είναι η σημαντική υποτίμησή της.
Η πολιτική υποτίμησης (όπως κάθε επιλογή συναλλαγματικής ισοτιμίας) ασκεί αντιφατικές επιδράσεις στα βασικά μεγέθη του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών και τα αποτελέσματά της πρέπει να εξετάζονται συγκεκριμένα. Για παράδειγμα με υποτίμηση οι εισαγωγές γίνονται ακριβότερες και οι εξαγωγές φθηνότερες. Η αύξηση των εξαγωγών και μερική υποκατάσταση εισαγωγών (από εγχώρια προϊόντα) θα ασκήσουν θετική επίδραση στην εγχώρια παραγωγή, απασχόληση και εισόδημα.
Όμως από την άλλη οι ανελαστικές εισαγωγές (καύσιμα, μηχανήματα, τρόφιμα κ.ά.), θα οδηγήσουν σε αύξηση δαπανών για εισαγωγές και πιθανότατα σε αύξηση εμπορικού ελλείμματος. Ωστόσο το ισοζύγιο «αδήλων» (τουριστικό, ναυτιλιακό, μεταναστευτικό) μάλλον θα ευνοηθεί (η Ελλάδα θα γίνει φθηνότερη) και άρα θα ενισχυθεί ο τουρισμός.
Τέλος, από την πλευρά της κίνησης κεφαλαίων, θα υπάρξει θετική ροή (φθηνότερο κόστος εργασίας και πλουτοπαραγωγικοί πόροι για ξένες επενδύσεις), ενώ η εξωτερική επέκταση ελληνικών επιχειρήσεων για επενδύσεις σε άλλες χώρες θα αποθαρρυνθεί. Ταυτόχρονα όμως θα έχουμε εκροή κεφαλαίων λόγω αύξησης δαπανών εξυπηρέτησης χρέους. Σήμερα το δημόσιο χρέος είναι σε ευρώ και το μεγαλύτερο βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια ξένων τραπεζών με μορφή ομολόγων Δημοσίου.
Η μετάβαση στη δραχμή και η υποτίμησή της σημαίνει αυτόματα ανατίμηση χρέους και δαπανών εξυπηρέτησης σε εθνικό νόμισμα. Μια υποτίμηση π.χ. 10%, σημαίνει ανατίμηση κατά 12,5 δισ. και αύξηση των δαπανών εξυπηρέτησης κατά 7,7 δισ. σε δραχμές. Βεβαίως μπορεί να παρθεί απόφαση υποτίμησης των κρατικών ομολόγων σε βάρος των κατόχων (φυσικών ή νομικών προσώπων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό). Όμως αυτό απαιτεί οικονομικό και πολιτικό υπολογισμό των συνακόλουθων πιέσεων και αντιδράσεων.
Σοβαρό πρόβλημα ενδεχομένως, προκύψει στο τραπεζικό σύστημα από πιθανή μείωση του «δείκτη φερεγγυότητας» των τραπεζών. Σήμερα το ενεργητικό και παθητικό των τραπεζών είναι σε ευρώ. Με το πέρασμα στη δραχμή ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού (και παθητικού) θα υποτιμηθούν, ενώ άλλα θα ανατιμηθούν. Αν το τελικό αποτέλεσμα είναι αύξηση υποχρεώσεων, ίσως προκύψει κίνδυνος κατάρρευσης. Αντίστοιχο πρόβλημα θα εμφανισθεί με τις ελληνικές επιχειρήσεις (κυρίως μεγάλες) που έχουν δανειστεί σε ευρώ και πρέπει να αποπληρώσουν σε ευρώ. Μια υποτίμηση θα επιφέρει απομείωση ενεργητικού (π.χ. πάγια), αύξηση υποχρεώσεων, άρα πρόβλημα βιωσιμότητας, απώλεια θέσεων εργασίας κ.ά.
Παρ’ όλα αυτά η «παύση πληρωμών» αποτελεί ισχυρό μέσο πίεσης και δίνει μια μεγάλη ανάσα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Τα κονδύλια της «παύσης πληρωμών» (τοκοχρεωλύσια), αν αξιοποιηθούν σωστά (τόνωση οικονομικής δραστηριότητας, αύξηση απασχόλησης, μείωση ανεργίας, αύξηση εθνικού εισοδήματος, προστασία αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων, στήριξη κοινωνικών δαπανών κ.ά.), θα έχουν θετική επίδραση στην οικονομία και κοινωνία.
Ταυτόχρονα σταματά το άγχος του πρόσθετου δανεισμού. Προκύπτει ωστόσο το ερώτημα: Τι άλλους είδους πιέσεις θα ασκηθούν στη χώρα και ποιος θα εξασφαλίσει την ορθολογική διαχείριση των κονδυλίων και σωστές αναπτυξιακές επιλογές; Μπορεί μια κυβέρνηση που ακολουθεί τον «οδικό χάρτη» του νεοφιλελευθερισμού και συμπεριφέρεται ως υποτελής στην αποικιοκρατική «τρόικα» της Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ να εξασφαλίσει αυτόν τον στόχο; Σίγουρα όχι.
Κατά συνέπεια το πρόβλημα γίνεται πολιτικό. Δηλαδή αφορά τις προϋποθέσεις δημιουργίας μιας προοδευτικής κυβέρνησης που θα διεκδικήσει με αποφασιστικότητα και ενεργητική στήριξη του λαού μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, φτάνοντας έως τη μονομερή παύση πληρωμών, με παράλληλη προώθηση μέτρων οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης και αναγέννησης της χώρας.
Μια τέτοια προοδευτική διέξοδος συνεπάγεται: Εθνικοποίηση τραπεζών (τα 28 δισ. ξεπερνούν κατά πολύ το μετοχικό τους κεφάλαιο) και αξιοποίηση λαϊκών αποταμιεύσεων για στήριξη προγραμμάτων ανάπτυξης. Προώθηση παραγωγικής ανασυγκρότησης, με ευρύ πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και κλαδικές πολιτικές, αύξηση απασχόλησης και εισοδήματος, μείωση ανεργίας. Ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση με πάταξη φοροδιαφυγής και φοροκλοπής, δικαιότερη κατανομή φορολογικών βαρών, αύξηση φορολογίας «εχόντων και κατεχόντων». Ορθολογική διαχείριση πόρων, περικοπή στρατιωτικών δαπανών, κυρίως αυτών που συνδέονται με σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Επιστροφή κερδοφόρων ΔΕΚΟ στο δημόσιο έλεγχο, επέκταση σε τομείς στρατηγικής σημασίας. Έλεγχος αγορών και κίνησης κεφαλαίων, καταπολέμηση καρτέλ και ασυδοσίας πολυεθνικών. Προγράμματα στήριξης οικογενειακής γεωργίας, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Στήριξη ασφαλιστικού συστήματος και δημόσιου τομέα υγείας, πρόνοιας, παιδείας και περιβάλλοντος. Διασφάλιση αγοραστικής δύναμης μισθών, συντάξεων και στήριξη ανέργων. Ειδικά προγράμματα απασχόλησης ιδιαίτερα της νέας γενιάς, προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου